Άτιμος κι αυτός ο έρωτας, ρε παιδί μου. Ξεπετάγεται από ‘κει που δεν το περιμένεις, σου καρφώνει το βέλος και φεύγει σαν τον κλέφτη. Δεν αναλογίζεται ούτε τον ενδιαφέρει σε τι φάση είσαι, εκείνος θα κάνει τη σκανταλιά του κι άντε να τον πιάσεις μετά. Δεν έχει σημασία αν εσύ προσπαθείς να βρεις τις καλύτερες κρυψώνες, εκείνος θα σε βρει, θα σε πετύχει και θα σ’ αφήσει έρμαιο του έρωτά σου.
Άλλες φορές τον αναζητάμε, κι άλλες τον αποφεύγουμε. Άλλες τον περιμένουμε χρόνια ολόκληρα κι εκείνος εμφανίζεται το λεπτό που τον έχουμε ξεχάσει. Κι άμα δε χτυπήσει την πόρτα σε μας, έρχεται στους κολλητούς μας που είναι πάνω–κάτω το ίδιο.
Όταν ξεφεύγεις από τους παιδικούς έρωτες, εκείνους που σου θυμίζουν το γυμνάσιο και το λύκειο, συνειδητοποιείς πως ο έρωτας δεν είναι οι αγκαλιές στο προαύλιο τη πρώτη ώρα του μαθήματος. Δεν είναι τα κρυφά φιλιά στη πυλωτή της πολυκατοικίας ούτε οι βραδιές ταινίας με την πόρτα ανοιχτή, κάθε Κυριακή.
Όταν μεγαλώνεις, συνειδητοποιείς πως ο έρωτας δεν είναι τόσο ονειρικός, όσο μας πασάρουν οι ταινίες και τα βιβλία. Πονάει, όπως τα τραγούδια που ακούγαμε στο γυμνάσιο και κλαίγαμε, ενώ δε σκεφτόμασταν κανέναν. Όπως μας έλεγε η μαμά ή ο μπαμπάς, γι’ αυτόν τον ξεχασμένο έρωτα, που ίσως και να τους έμεινε απωθημένο και δεν μπόρεσαν ποτέ να δουν το τι θα γινόταν, άμα ήταν μαζί.
Καταλαβαίνεις πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ότι οι χαζές δικαιολογίες και οι δήθεν ζήλιες εκείνης της ηλικίας μόνο γέλιο μπορούν να προκαλέσουν τώρα. Ότι οι λόγοι χωρισμού, μερικές φορές, ήταν τόσο αστείοι, που ούτε εμείς δεν μπορούσαμε να τους καταλάβουμε. Αλλά, κυρίως, το να επανέλθει κανείς από ένα χωρισμό, δε λυνόταν με ένα οικογενειακό παγωτό και αγρυπνία μέχρι τα ξημερώματα.
Γι’ αυτό κι όταν βλέπουμε το κολλητάρι μας να ερωτεύεται ξανά, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Γιατί καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει ο άλλος από τους φόβους του, να χαμηλώσει το τείχος προστασίας σου και να κάνει την προσπάθεια να αφεθεί, έστω και στο ελάχιστο.
Θα συζητήσεις μαζί τους την κάθε λεπτομέρεια των πρώτων ημερών, θα προσπαθήσεις με νύχια και με δόντια να τους πείσεις ότι δε σε πρήζουν· ξεχνάνε τα δικά σου χουνέρια που όταν ερωτεύτηκες δεν έβαζες γλώσσα μέσα σου. Θα τους δεις να χαμογελάνε, μ’ αυτό το ξεχασμένο χαμόγελο της σχεδόν ευτυχίας, που σου λένε «είμαι καλά» και το νιώθουν από μέσα τους. Θα τους δεις να φέρονται σαν ερωτευμένα γυμνασιόπαιδα κάθε φορά που βρίσκονται με το αίσθημα και αναρωτιούνται ανά μισή ώρα, πόσο χαζεμένα φαίνονται.
Θα τους δεις, επιτέλους, να χαίρονται παραπάνω, να έχουν καλύτερη διάθεση, να μη σκοτεινιάζει το πρόσωπό τους σε παλιά ονόματα. Θα δεις έναν διαφορετικό εαυτό απ’ αυτόν που έχεις συνηθίσει, εκείνον που γελάει με την ψυχή του και αφήνει τον εαυτό του. Εκείνον που νιώθει περήφανο που δεν έκλεισε άλλη μια πόρτα για χάρη των προηγούμενων και αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα.
Δεν έχει καμία σημασία αν εσένα ο έρωτας σε έχει ξεχάσει χρόνια, ούτε νιώθεις άσχημα που ο κολλητός μπορεί να βρήκε αυτό που ήθελε κι εσύ όχι. Περήφανος είσαι μόνο, που κάθε φορά που μιλάτε έχει κάτι καλό να σου πει. Όχι τίποτα τρελό, αλλά αυτό το μικρό που τον έκανε να ξεχάσει άλλο λίγο τους φόβους του. Οπότε, γι’ αυτούς τους κολλητούς, τους ερωτευμένους, σίγουρα θα δίναμε τα πάντα για να τους βλέπουμε κάθε μέρα έτσι. Θα μιλάμε ασταμάτητα, θα γελάμε με τα χάλια τους και θα κλείνουμε πάντα τη συζήτηση με το «χαίρομαι να σε βλέπω έτσι» -άντε και καμιά αγκαλιά.
Γιατί ξεχνάνε πως άμα είναι εκείνοι ευτυχισμένοι, είμαστε και εμείς. Άλλωστε, δεν έχουμε φάει και λίγα ψωμιά μαζί τους. Κάτι χωρισμούς, κάτι πληγές. Δεν είναι και λίγα. Οπότε ναι, θα τρέξουμε μαζί τους σε σπίτια και πάρτι, θα ανοίξουμε την παρέα μας σε καινούργια άτομα. Θα ξενυχτήσουμε, θα πάμε σε μέρη που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα πάμε και θα γελάμε την επόμενη μέρα. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να συνεχίσουμε να τους βλέπουμε έτσι, κι’ άμα λάχει θα ενημερώσουμε και εντελώς διακριτικά το αίσθημα για το τι είμαστε ικανοί να κάνουμε, άμα πειράξει τον κολλητό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου