Πληκτρολογώ τον αριθμό σου, αλλά δευτερόλεπτα πριν πατήσω το κουμπί για να καλέσει, το παρατάω, πάλι το πετάω στον καναπέ. Αυτός ο καναπές! Σταυρώνω τα χέρια μου, αλλά δε βολεύομαι. Μετά τα βάζω στο πρόσωπό μου, προσπαθώντας να το στηρίξω, αλλά και πάλι δεν τα καταφέρνω. Πιάνω μετά βίας τα τσιγάρα μου και ψαχουλεύω τον αναπτήρα πάνω στο γραφείο. Γελάω με τον εαυτό μου, γιατί όσες φορές έχω πει να μην τον χάνω, άλλες τόσες φορές τον ψάχνω.
Ανάβω το τσιγάρο και ξεφυσάω. Ο χώρος γεμίζει καπνό κι εγώ γελάω με το πόσες φορές διέγραψα τον αριθμό σου, ενώ τον θυμάμαι καλύτερα κι απ’ τον δικό μου. Κοιτάω το κινητό κι είναι σαν να με κοιτάει κι αυτό. Ένα τόσο μικρό αντικείμενο μπορεί να με τρομάζει λες κι έχει εκατό φορές το μέγεθός του.
Το αρπάζω πάλι, λες κι αυτή τη φορά θα τα καταφέρω. Νομίζω πως παραλογίζομαι, πως μπλέκομαι εκεί που δεν πρέπει, πως η λάμπα της έξυπνης ιδέας μου θα σκάσει ακριβώς μπροστά στη μούρη μου. Τώρα αν πρέπει να το κάνω ή αν θέλω όντως, είναι άλλη ιστορία.
Αλλά τι να σου πω; Φοβάμαι μήπως δε βγάλω τις λέξεις. Εκείνες που σπατάλησα μέρες να προβάρω. Προσπάθησα μπροστά στον καθρέφτη, αλλά μου φάνηκα τόσο γελοία που σταμάτησα. Ξεκίνησα να κοιτάω τον τοίχο και να τα λέω, λες και περίμενα καμιά απάντηση. Τριγυρνούσαν στο μυαλό μου, μαζί μ’ αυτό τον κόμπο στο στομάχι που με βασάνιζε κάθε φορά. Αυτός ο κόμπος που παλιά ανέβαινε, κάνοντας εντυπωσιακή έξοδο. Άλλες φορές με κλάματα, κι άλλες φορές με γέλια. Πλέον, όμως, μένει εκεί. Σαν να εγκαταστάθηκε για τα καλά. Σαν να μου πήρε τα δάκρυα και τα γέλια.
Όσες πρόβες και να κάνω, πάλι θα μουδιάσει το στόμα μου και δε θέλω ούτε για ένα λεπτό να σκεφτείς πως δεν έχω κότσια να το κάνω. Μπορώ να σε πάρω τηλέφωνο, μπορώ να σου μιλήσω. Μπορώ, απλώς, δεν ξέρω γιατί δεν το κάνω.
Γιατί θέλω να σου πω πως είμαι καλά. Να σου πω ότι πλέον σκέφτομαι σοβαρότερα το μέλλον μου. Πως το πτυχίο μου κοντοζυγώνει κι εγώ αγχώνομαι ακόμα και γι’ εκείνα που δε θα έπρεπε πια να με αγχώνουν. Να σου πω πως έμαθα να μαγειρεύω, χωρίς να προκαλώ αυτό το χάος που είχες συνηθίσει κάθε φορά που έκανα την απόπειρα να μας ετοιμάσω φαγητό.
Να σου πω πως ακόμα φοβάμαι να κοιμηθώ χωρίς φως, αλλά πού και πού το προσπαθώ κι είμαι ευχαριστημένη που τα καταφέρνω έστω και για λίγες ώρες. Πως πλέον κάνω συλλογή από φούστες και χιονόμπαλες και κάθε μέρα βγαίνω στο μπαλκόνι να βγάλω φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα, στο τέλος την πετυχαίνω όπως θέλω.
Πως τελείωσα για δέκατη φορά το αγαπημένο μου βιβλίο κι ακόμα δεν το βαρέθηκα. Α, κι ότι η φίλη μου επιτέλους μου πήρε βιβλίο με ποίηση, που ποτέ δεν αξιώθηκα εγώ να πάρω.
Να σου πω πως ακόμα μου αρέσει να ξενυχτάω πίνοντας με την παρέα, όπως ήμασταν στο πρώτο έτος. Πως πλέον μπορώ να κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια, να τους μιλάω και στο πέρασμα του χρόνου, να τους εμπιστεύομαι. Πως δε φοβάμαι να ανοιχτώ σε όσους θέλω. Πως δε κοιμάμαι και ξυπνάω με το άγχος πως αυτοί που αγαπάω μια μέρα θα μ’ αφήσουν.
Θέλω να σου πω ότι είμαι καλά και προσπαθώ κάθε μέρα γι’ όσα σου γκρίνιαζα πως δε θα καταφέρω. Πως ορθοπόδησα και νιώθω καλά με ό,τι είμαι κι όσα έχω κάνει. Πως με πόνεσες σε σημείο που δεν μπόρεσα να διαχειριστώ, αλλά στο τέλος με έφτιαξα. Μην το πάρεις προσωπικά, δε θέλω να σου μπω στο μάτι, ούτε να σου δείξω πόσο περίτρανα τα έχω καταφέρει αφότου έφυγες τόσο άδοξα.
Απλώς έχω ανάγκη να στα πω όλα αυτά, να μιλήσουμε πέντε λεπτά και μετά να το κλείσουμε. Και να μου πεις κι εσύ τα νέα σου. Όχι πολλά-πολλά. Αν τα καταφέρνεις με τη σχολή, αν πήρες επιτέλους το δίπλωμα που με έπρηζες μέρα-νύχτα. Αν πηγαίνεις ακόμα με τους γονείς σου στο εξοχικό σας που λάτρευα. Αν βγαίνεις στα ίδια μέρη, αν ακόμα διαβάζεις κρυφά αγγλική λογοτεχνία -γιατί απ’ όσο θυμάμαι με κορόιδευες κάθε φορά.
Να σου πω να δώσεις χαιρετίσματα στους γονείς σου και μια μεγάλη αγκαλιά στο σκύλο σου. Να πούμε πέντε-δέκα μαλακίες και μετά να το κλείσουμε. Α, και να κανονίσουμε έναν υποτιθέμενο καφέ που ποτέ δε θα πάμε. Να ακούσω λίγο τη φωνή σου, να βεβαιωθώ πως μπορώ να τα βγάλω πέρα και μετά ας χαιρετηθούμε με ένα «τα λέμε, καλά να περνάς».
Μπορεί να μην το κάνω σήμερα, ούτε αύριο ούτε τον επόμενο μήνα. Θα το κάνω όμως. Και μετά θα πάω στα βραχάκια μου, να με χτυπήσει λίγος αέρας μαζί με τη μυρωδιά της θάλασσας και θα είναι σαν την πρώτη φορά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη