Ανήκουμε στην κατηγορία των ανθρώπων που αγαπάμε τα μαλλιά μας. Για εμάς δεν είναι απλά πέντε τρίχες. Τα φροντίζουμε, τα χτενίζουμε, τους βάζουμε μάσκες και λαδάκια. Γιατί, για μας, δεν είναι απλά ένα διακοσμητικό στοιχείο στην κορυφή του κεφαλιού μας. Πειραματιζόμαστε, τα κόβουμε, τα μακραίνουμε, κάνουμε πλεξούδες ή άμα δε μας αρέσει και τίποτα, τα αφήνουμε κάτω να κυματίζουν αγέρωχα.
Για να συνεχίσουμε, όμως, να τα θαυμάζουμε, χωρίς να μας τρομάζει η ψαλίδα κάτω-κάτω ή το ελάχιστα φθαρμένο μαλλί –γιατί πού και πού τα ταλαιπωρούμε τα καημένα– επισκεπτόμαστε το κομμωτήριο, να μας πάρει λίγο, ελάχιστα, τα κάτω-κάτω. Πώς περιμένεις να έχεις υγιές μαλλί χωρίς τη συντροφιά του κομμωτηρίου; Εμείς, βλέπεις, έχουμε προνοήσει. Ξέρουμε πως δεν έχει σημασία το πόσο το προσέχεις, αν δεν παίρνεις δύο δάχτυλα κάθε δυο μήνες. Γιατί μπορεί να σου ‘χει φτάσει το μαλλί μέχρι τη μέση, αλλά, για δες λίγο, μήπως είναι ψαλίδα απ’ τη μέση και κάτω;
Μας νοιάζει, λοιπόν, το θέμα «τρίχες» για μας είναι κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό και δεν έχουν άδικο εκείνοι που λένε τον κομμωτή και τον ψυχολόγο σου να τους διαλέγεις προσεχτικά κι όταν βρεις τον κατάλληλο να μην τον αλλάζεις. Γιατί δε φαίνεται να ‘ναι όλοι με το μέρος μας, ειδικά όσο υπάρχει εκείνη η κατηγορία κομμωτών που μάλλον δεν τα πάει καλά με τα μαλλιά γενικότερα κι έχει βαλθεί να καταστρέψει ανθρώπινα κεφάλια αλλά πάνω απ’ όλα να πετσοκόψει αθώες ψυχούλες.
Ναι, μιλάω για τους κομμωτές που δε γνωρίζουν τι θα πει τρία δάχτυλα και πιστεύουν πως το σαντρέ είναι απόχρωση για τοίχο σπιτιού. Πολύ φοβάμαι πως όλοι έχουμε ζήσει περιπτώσεις που πήγαμε σε ένα κομμωτήριο για την καλύτερη εκδοχή μας και βγήκαμε σαν νεοσύλλεκτοι που είχαν ατύχημα με μπογιατζή. Δεν έχει σημασία αν τους το εξήγησες εκατό φορές, με λεπτομέρειες και παραδείγματα, αν τους έδειξες φωτογραφίες και σου εγγυήθηκαν πως το ‘χουν. Αυτοί εκεί. Θα σε κάνουν όπως έχουν φανταστεί οι ίδιοι, λες και τους ζήτησες να γίνεις το πειραματόζωό τους.
«Κυρία Χρύσα μου, τρία δάχτυλα θέλω, ίσα-ίσα την ψαλίδα κι αφέλειες». Και εκεί που νιώθεις πως καταλαβαίνει τι λες, ηρεμείς κι αφήνεσαι, να σου το κοντό ασύμμετρο καρέ και το μισοξυρισμένο μαλλί πίσω. Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα όταν μου συνέβη –το δράμα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα– έσβησε ο κόσμος γύρω μου κι ήμουν σίγουρη πως άμα συνέχιζα να την ακούω να λέει πόσο καταπληκτικό κούρεμα μου είχε κάνει και πόσο μου πάει, θα είχα λιποθυμήσει.
Ρε, αυτοί δε χαμπαριάζουν. Τι πα’ να λες εσύ τέσσερα δάχτυλα, αυτοί θα σου κόψουν δύο παλάμες. Και τι να το κάνω, άνθρωπε μου, το μαλλί μου τώρα έτσι όπως το κατάντησες; Δεν είναι «άντε αρπάζουμε ένα ψαλίδι, κόβουμε δύο κιλά και τελειώσαμε» η υπόθεση. Εδώ παίζονται ανθρώπινες ψυχές και τραύματα που κρατάνε απ’ τα παιδικά μας χρόνια και τα τραγικά κουρέματα που στιγμάτισαν την αθωότητά μας.
Είναι, βέβαια, κι αυτή η μαλακία που μας πιάνει κι εμάς και στα καλά καθούμενα θέλουμε μια αλλαγή εδώ και τώρα. Λες και δεν έχουμε άπειρα παραδείγματα στο βιογραφικό μας που φύγαμε σχεδόν κλαίγοντας ή με νευρικό κλονισμό απ’ το κομμωτήριο.
Και πες ότι, άντε, μαλλί είναι, κάπως θα παλεύεται. Το πιάνεις πάνω, το κάνεις κοτσίδες, το ισιώνεις. Χμ, όχι πάντα. Παίζει ο κομμωτής έχει βαλθεί να σε κάνει να μη βγεις απ’ το σπίτι και να κλαις στο μπάνιο σε εμβρυακή στάση για κάνα τρίμηνο, κόβοντάς σου τα μαλλιά φιλαριστά. Όχι αυτά που είναι της μόδας. Μιλάω για κούρεμα τώρα που άνετα θα μπορούσε να σου εξασφαλίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ρετιρέ» -βασισμένο σε πραγματικό τραύμα, μέρος δεύτερο.
Κι άντε, το καταπίνεις κι αυτό. Κούρεμα είναι, θα μακρύνει, κάπως θα σωθεί. Το θέμα είναι τι κάνεις άμα πας για βαφή, κι από ‘κει που ήθελες κόκκινο, αντικρίζεις κάτι ξανθοχάλκινες αποχρώσεις. Εκεί δεν παίρνεις φόρα να μπεις μέσα στο καθρέφτη, να σε θυμούνται τουλάχιστον αξιοπρεπώς με τα προηγούμενά σου μαλλάκια;
«Καταπληκτικό! Αυτό που ήθελες δεν είναι;» Ναι, γιατί όταν διάλεγα χρώμα, δεν εννοούσα αυτό, υπονοούσα κάτι άλλο. Ήμουν σίγουρη ότι θα καταλαβαίνατε αυτό, το δέκα τόνους πιο ανοιχτό ή πιο σκούρο που κρυφά ονειρευόμουν.
Το αστείο της υπόθεσης; Περιμένουν χαμόγελο, ενθουσιασμό κι «ευχαριστώ», αντί να τους μπήξεις το κεφάλι στο νιπτήρα γεμάτο ντεκαπάζ. Σε κοιτάνε με αυτό το βλέμμα του τύπου «είμαι εγώ κι άλλος κανένας κι έκανα το θαύμα μου πάλι» και περιμένουν να υποκλιθείς στη μεγαλειότητά τους, ενώ εσύ θες απλώς να πάρεις τα πράγματά σου και να φύγεις τρέχοντας, με ένα σκουφί στο κεφάλι.
Πονεμένη ιστορία οι κομμωτές. Ευτυχώς, δεν είναι όλοι ίδιοι, υπάρχουν κι εκείνοι που σε ακούν με ευλάβεια και σου φτιάχνουν το μαλλί των ονείρων σου, προσφέροντάς σου μια ικανοποίηση και κάμποση αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς, όμως, αυτοί είναι λίγοι.
Μεγάλη προσοχή, επομένως, σε ποιον εμπιστεύεστε τα μαλλιά σας, ειδικά άμα τα αγαπάτε πάρα πολύ και δεν είστε πρόθυμοι να τα θυσιάστε. Να πηγαίνετε εκεί που ξέρετε κι άμα σας πιάσει καμιά τρέλα και θέλετε να κάνετε αλλαγές, καλύτερα πιείτε έναν καφέ με την παρέα σας. Θα σας περάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη