Ένα πράγμα που ζήλευα κάθε φορά που έβλεπα «Φιλαράκια» ήταν ότι η γνωστή παρέα έμενε όχι μόνο στην ίδια πολυκατοικία αλλά και σε απέναντι διαμερίσματα. Κάθε πρωί ο Τσάντλερ κι ο Τζόι ξυπνούσαν και, πριν πάνε στις δουλειές τους, πεταγόντουσαν στο απέναντι διαμέρισμα, για να βρουν τη Μόνικα και τη Ρέιτσελ να ετοιμάζουν πρωινό. Τόσο απλό. Σηκωνόντουσαν, ντυνόντουσαν και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα απολάμβαναν το καφεδάκι τους, παρέα με τις φίλες τους.
Πόσο ονειρικό φαντάζει; Σε μια όμορφη συνοικία, μία μεγάλη πολυκατοικία να φιλοξενεί όλους τους κολλητούς μας. Κάθε όροφος κι ένα διαφορετικό διαμέρισμα, με άλλο ενοικιαστή-κολλητό κι άλλη διακόσμηση. Κάθε όροφος κι ένας διαφορετικός κόσμος και μια σχέση μοναδική, με κοινές αναμνήσεις αλλά ξεχωριστούς ανθρώπους.
Γιατί, ας πούμε, σε ποιον δε θα άρεσε να ξυπνάει και παρέα με τις πιτζαμούλες και τις παντοφλίτσες του, να παίρνει το ασανσέρ, να κατεβαίνει δύο ορόφους παρακάτω και να απολαμβάνει τον φρέσκο καφέ που έφτιαξε ο κολλητός; Μια «καλημέρα» είναι αρκετή και να σου η ζεστή κούπα καφέ και το τοστάκι. Δεν είναι ανάγκη να μιλήσετε περαιτέρω. Θα απολαύσετε το πρωινό σας, μέχρι η καφεΐνη να χτυπήσει εγκέφαλο και να βγουν οι πρώτες λέξεις.
Ή ποιος δε θα γούσταρε να είχε έτοιμο φαγητό την ώρα που γυρνούσε απ’ τη δουλειά; Ο κολλητός αποφάσισε να μαγειρέψει το αγαπημένο σας και περίσσεψε αρκετό -ή ακόμα καλύτερα αποφάσισε να σου κάνει το τραπέζι, γιατί ξέρει πόσο κουράζεσαι. Μόλις έχεις μπει στο σπίτι και βογκάς απ’ την πείνα, βαριέσαι να μαγειρέψεις και δε γίνεται να παραγγείλεις σουβλάκι τρίτη μέρα σερί. Να ‘τος ο κολλητός, χτυπάει με χαρά το κουδούνι και σου κολλάει την κατσαρόλα στη μούρη, λέγοντας με περηφάνια «Σου ‘φτιαξα φαγητό». Μα γίνεται να μην τον αγαπάς μετά;
Για να λέμε την αλήθεια, η συγκατοίκηση με ένα φιλαράκι μπορεί να ακούγεται γαμάτη ιδέα, αλλά στην πραγματικότητα είναι βουνό. Σπίτια, έπιπλα κι όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκεις. Αυτά δε σας απασχολούν. Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με το σπίτι, βάζετε σε κίνδυνο τη φιλία σας. Δεν είναι ότι αμέσως μόλις τσακωθείτε, τα παρατάτε όλα κι ο καθένας στο σπίτι του, αλλά σίγουρα μέσα από τους πιθανούς τσακωμούς, την τριβή και τις εντάσεις, ο ένας μπορεί να απομακρυνθεί κι ο άλλος να ξενερώσει. Γιατί μία δεν άπλωσες τα ρούχα, μία δεν έπλυνε τα πιάτα. Δε θέλει και πολύ.
Οπότε γι’ αυτό πόσο τέλειο θα ήταν να έμενε ακριβώς από κάτω; Ο καθένας θα είχε το σπίτι του, τον προσωπικό του χώρο και κανένας τσακωμός ή πρόβλημα. Θα συναντιόσασταν όποτε το είχατε όρεξη, χωρίς να μπαίνετε στον κόπο να φτιαχτείτε. Τίποτα. Ένα παπούτσι κι είσαι εντάξει. Μη σου πω πήγαινε και με τις κάλτσες.
Και πέρα απ’ όλα αυτά, θα είχατε και μείωση εξόδων. Όλα τα σκέφτομαι, η άτιμη. Γιατί από τη στιγμή που μένετε δυο ορόφους πιο κάτω, δε θα ‘χετε ανάγκη να βγαίνετε τόσο συχνά. Ο ένας αγκαλιά τα ποπ κορν, ο άλλος τις μπίρες και σε ένα μήνα έχεις πάρει ό,τι δεν μπόρεσες έναν ολόκληρο χρόνο.
Επίσης, έγινε κάτι και θες να το μοιραστείς με τον κολλητό; Δε θα τρέχεις σε άλλες περιοχές, ούτε θα κάνεις πλούσια την κινητή τηλεφωνία σου. Αφού από πάνω μένει. Δεν έχει σημασία μέρα ή ώρα -εκτός αν είναι με το αίσθημα ή την οικογένεια. Χτυπάς το κουδούνι και ξεκινάς να μιλάς στον προσωπικό σου ψυχολόγο.
Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν φαντασία, γιατί πού τέτοια τύχη, αλλά σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, εμείς όταν ψάχναμε για σπίτι, βρήκαμε στην πολυκατοικία που μένουν οι κολλητοί μας. Περνάμε τέλεια και δε μας λείπει τίποτα. Έχουμε τα κολλητάρια μας, να μας περιμένουν μόλις γυρίσουμε απ’ τη δουλειά ή τη σχολή, ένα σπίτι που το νιώθουμε δικό μας –ακόμα κι αν ήδη έχουμε δικό μας– και μια αισιοδοξία που σε κατακλύζει την ώρα που μισοκοιμισμένος απολαμβάνεις το γλυκό που έφτιαξε ο κολλητός γιατί βαρέθηκε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη