Οι συζητήσεις. Οι συζητήσεις εφευρέθηκαν προκειμένου οι άνθρωποι ν’ ανταλλάζουν διαφορετικές γνώμες μεταξύ τους για ένα θέμα. Άλλες φορές μπορεί να συμφωνούσαν, άλλες μπορεί να διαφωνούσαν. Όπως και να ‘χει, εδώ και χρόνια το ανθρώπινο γένος διάλεγε τη διαδικασία της συζήτησης με σκοπό να λύσει οποιοδήποτε θέμα.
Μέχρι τώρα, καλά τα πηγαίναμε. Εγώ προσωπικά παράπονο δεν έχω. Ακόμη και στο δρόμο παρατηρώ ανθρώπους που μιλάνε, είτε με τις ώρες είτε με το κοίταγμα του ρολογιού. Τους βλέπεις να δείχνουν κατανόηση, άλλοι διαφωνία και άλλοι, όντας αναποφάσιστοι, δείχνουν πιο ουδέτεροι και απ’ την Ελβετία.
Το πρόβλημα όμως είναι πως οι συζητήσεις έπαψαν να είναι, όπως είχαμε συνηθίσει. Το λες πρόοδο του ανθρώπινου γένους, το λες αδιαφορία. Πάντως ένα είναι το σίγουρο. Οι άνθρωποι δε συζητάνε, όπως εμείς ξέραμε.
Παλιά έβλεπες άτομα έξω. Φίλους, γνωστούς, ακόμη και ξένους, που προσπαθούσαν μ’ οποιαδήποτε δικαιολογία να σου πιάσουν συζήτηση, ακόμη και για τα πιο άκυρα θέματα. Το ενδιαφέρον στις ματιές των άλλων ήταν τόσο διακριτό, που μερικές φορές σου έκανε εντύπωση ακόμη κι η περιέργεια στο βλέμμα.
Και ενώ έτσι συνηθίσαμε, τσουπ, έγινε μια αλλαγή κι ο κόσμος αναποδογύρισε. Κι ενώ εσύ έχεις συνηθίσει σ’ ένα μοτίβο, ξαφνικά αναγκάζεσαι ν’ αλλάξεις συνήθειες και να προσαρμοστείς στα άθλια δεδομένα του τώρα.
Γιατί, μεταξύ μας πάντα, ο κόσμος δε συζητάει όπως παλιά και πλέον δεν έχει σημασία το τι βλέπουμε, ούτε το τι πιστεύουμε. Ακόμη και να παρατηρούμε ανθρώπους στις καφετέριες, στα εστιατόρια, ακόμα και στο δρόμο, ξέρουμε ότι τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο.
Είναι μια μάστιγα, όπως και να το κάνεις. Παρατηρείς ανθρώπους κλειστούς, που ανταλλάζουν λέξεις για τις οποίες αναγκάζονται να το κάνουν, προκειμένου να είναι εντάξει με τους εαυτούς τους και να λένε πως είναι κομπλέ. Βλέπεις, η αντικοινωνικότητα θεωρητικά δεν τους ταιριάζει.
Αν το κοιτάξουμε πιο βαθιά, ακόμη κι οι ίδιοι το συνειδητοποιούμε. Οι άνθρωποι παλιά ήταν πιο ανοιχτοί και πιο ορεξάτοι. Είχαν όρεξη για συζήτηση κι ανταλλαγή απόψεων. Δεν τους ένοιαζε τόσο πολύ άμα τσακωθούν ή άμα βρεθούν σε αστείες αντιπαραθέσεις. Ξέρανε ότι τουλάχιστον θα μάθουν κάτι. Κάτι εντελώς καινούργιο.
Και τώρα βλέπεις το ακριβώς αντίθετο. Παρέες μαζεμένες στις καφετέριες που ανταλλάζουν αστείες απόψεις για θέματα της επικαιρότητας, στα οποία υπό άλλες συνθήκες δε θα έδιναν καμία απολύτως σημασία. Μάθαμε να ασχολούμαστε με ό,τι μαλακία εμφανιστεί στο διάβα μας και ξεχάσαμε εντελώς τη σημασία του να συζητάς σοβαρά θέματα.
Γιατί, βλέπεις, οι άνθρωποι κλείστηκαν στους εαυτούς τους και θεώρησαν πως είναι σωστό να λύνουν τα προβλήματά τους μόνοι τους, χωρίς να θεωρούν αναγκαία τη γνώμη των φίλων τους. Αρκέστηκαν στο να συζητάνε μαλακίες, μέσα σε δύο ώρες που θα γυροφέρνουν τον καφέ τους, έτσι για να λένε ότι περάσαμε καλά και πήγαμε και για έναν καφέ με τα άτομα που μας έπρηζαν τα νεύρα ότι τους γράφαμε.
Ακόμη και με τους κοντινούς μας ν’ ασχοληθούμε, πάλι τα ίδια σκατά κάναμε. Κοροϊδέψαμε τόσο καλά τους εαυτούς μας. Και καλά είμαστε μια παρέα και μοιραζόμαστε τα πάντα. Τίποτα. Ακόμα και εκατό φορές να συζητήσαμε, στοίχημα οι δύο να είχαν σημασία.
Δεν ξέρω γιατί κι ίσως ποτέ να μη μάθω, αλλά οι άνθρωποι αποφάσισαν να κλειστούν τόσο πολύ στους εαυτούς τους, που ξέχασαν τη σημασία της φιλίας και της συντροφικότητας. Αντικειμενικά, αν είχες φάει τόσες πολλές φορές τα μούτρα σου, δε θα σταματούσες και συ να μιλάς;
Γιατί οι περισσότεροι απογοητεύτηκαν τόσο πολύ με τις ανθρώπινες σχέσεις που αρκέστηκαν να πετάνε δύο-τρεις μαλακίες και να θεωρούν τους εαυτούς τους εντάξει όσον αφορά το θέμα των σχέσεων. Γιατί πλέον έτσι μάθαμε να αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις. Εντελώς τυπικά. Δυστυχώς όμως, δεν είναι έτσι.
Γιατί ακόμη και να έχεις φάει τα μούτρα σου χίλιες φορές, οφείλεις να μη γίνεσαι ένα με το κύμα. Πρέπει να συζητάς, μόνο και μόνο επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο κρατάς ζωντανές τις σχέσεις. Με την αμοιβαία αλήθεια και την έκφραση συναισθημάτων.
Ξέρουμε ότι τίποτα δε θα μπορέσει ν’ αντικαταστήσει τις ατέλειωτες συζητήσεις με τους κολλητούς μας, χαζεύοντας την ανατολή με δύο εξάδες μπίρες και τρία πακέτα τσιγάρα.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου