Οι άνθρωποι, όπως έχω ακούσει πολλάκις, είμαστε περίεργα πλάσματα. Βάζουμε σε κουτάκια τις ανάγκες μας, τις τοποθετούμε πάνω από το κρεβάτι μας και κάθε φορά πριν κοιμηθούμε, τις μετράμε, όπως τότε που ήμασταν παιδιά στην εφηβεία και μαζεύαμε λεφτά για τις εκδρομές του σχολείου. Άλλες μεγαλύτερες, άλλες μικρότερες, στοιβάζονται η μία μετά την άλλη στο ράφι και παίρνουν χώρο από το δωμάτιό μας, από τη ζωή μας και ξαφνικά, μένουμε σε μια γωνία, με χίλια κουτάκια γύρω μας, μισοάδεια και μισογεμάτα, να αναρωτιόμαστε αν όλα όσα βλέπουμε, μας κάνουν ευτυχισμένους.

Μεγαλώνουμε με την πεποίθηση πως ο άνθρωπος που τα ‘χει όλα, σπίτι, δουλειά, υγεία, σύντροφο, είναι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος, είναι εκείνος που δε του λείπει τίποτα και δεν έχει δικαίωμα να αναστενάξει, να γκρινιάξει, να παραπονεθεί. Μεγαλώνουμε με αυτή την ενοχή, να μετράμε τα κουτιά μας, να βλέπουμε πόσο γεμάτα ή άδεια είναι κι αναλόγως, αποκτάμε το δικαίωμα της ικανοποίησης ή της απουσίας της πληρότητας.

Γιατί, στην πραγματικότητα, τι μπορεί να λείπει από έναν άνθρωπο που τα έχει όλα; Αφού τα κουτιά του είναι γεμάτα, η ζωή του είναι ακριβώς αυτό που θέλει. Εργάζεται στη δουλειά των ονείρων του, έχει ένα σύντροφο που τον νοιάζεται και τον αγαπάει, το σπίτι του είναι το αγαπημένο του μέρος, έχει χρόνο για τα πάντα, χωρίς να κουράζεται και να μοχθεί για το τέλειο. Μα πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να παραπονιέται για μια ζωή που όλοι θα ήθελαν; Για μια ζωή που θα ευχόντουσαν όλοι να έχουν και πολλοί προσπαθούν να την αποκτήσουν για χρόνια ολόκληρα.

Μόνο που κανείς δεν είπε πως η ζωή είναι μια άτυπη ζυγαριά, όπου οι άνθρωποι μπορούν να βάζουν τα δικά τους κουτιά και να μετράνε ποιανού είναι τα πιο βαριά. Δεν υπάρχει κανένα είδους έπαθλο, για εκείνον που έχει τα πάντα. Γιατί το «τα πάντα» είναι πάντα σχετικά. Μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που έχουν όσα επιθυμούν και πάλι, να μην είναι ευχαριστημένοι. Μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που έχουν τα μισά και λιγότερα και πάλι, καταφέρνουν να χαμογελάσουν, ελπίζοντας για το καλύτερο.

Το θέμα είναι πως καμία από τις περιπτώσεις δεν είναι λάθος ή σωστή. Γιατί αν κάποιος δεν είναι ευχαριστημένος, ακόμα κι αν γι’ εσένα έχει τα πάντα, είναι δικό του πρόβλημα. Η αχαριστία είναι σχετική και καθορίζεται από τον καθένα. Μη ξεχνάς πως τα κουτιά του καθενός είναι στο δωμάτιο του, είναι στο μυαλό και κουμάντο κάνει μόνο αυτός. Ακόμα κι’ αυτός, που για εσένα έχει τα μισά και τον βλέπεις χαρούμενο, ακόμα κι αυτός δεν έχει βρει το νόημα της ζωής.

Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι πιόνια στο παιχνίδι της ζωής και ο αγώνας μας είναι να βρούμε πώς γίνεται να είμαστε ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι συγχρόνως. Πώς γίνεται τη μία μέρα να χαμογελάμε και την επόμενη να κλαίμε. Πώς γίνεται να η ζωή να είναι ένα ατέρμονο παιχνίδι μεταξύ της επίτευξης στόχων και του επάθλου, την υποτιθέμενη ευτυχία μας. Και πώς γίνεται να έχουμε κάθε δικαίωμα να μην ταιριάξουμε τα θέλω μας με αυτά του υπόλοιπου κόσμου.

Γιατί περισσότερη σημασία έχει να βρεις το γιατί. Γιατί η ζωή να αποτελείται από αυτές τις διφορούμενες φάσεις κι εμείς να τρέχουμε να βρούμε τη δήθεν ευτυχία που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί. Γιατί η ζωή είναι η ισορροπία σ’ ένα σκοινί που τρεμοπαίζει κι εμείς προσπαθούμε να την περάσουμε φορώντας σαγιονάρες. Δεν είπε κανείς ότι δε θα πέσουμε, δεν είπε κανείς ότι δε θα χτυπήσουμε. Το θέμα είναι να βρούμε γιατί θέλουμε να σηκωθούμε και να περπατήσουμε στο σκοινί που τρεμοπαίζει, ενώ ξέρουμε πως θα σπάσουμε το κεφάλι μας.

Γιατί είτε έχεις τα πάντα είτε τα μισά είτε ακόμα και τίποτα, η αποτυχία και η ευτυχία είναι διαδικασίες που νιώθεις στο έπακρο, χωρίς κάποιος να σου εγγυάται πως στην πτώση ή στην άνοδο δε θα έχει αναταραχές.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου