Ο έρωτας, όπως και να το κάνεις, σε χαζεύει λίγο, ρε παιδί μου. Μαζεύει σε μια γωνιά τα περισσότερα εγκεφαλικά σου κύτταρα κι αποφασίζει πως για κάποιο χρονικό διάστημα δε θα τα χρειάζεσαι. Κι από ‘κει που ήσουν λογικός και μαζεμένος, κατέληξες να χαζογελάς σε άκυρες στιγμές, κι όταν ρωτάνε οι γνωστοί «Τι έχεις;», οι φίλοι να ξεφυσάνε απατώντας «Τον έφαγε ο έρωτας».
Είμαστε ερωτιάρηδες, τι να κάνουμε; Να απαρνηθούμε τη φύση μας; Αφού –πού μας χάνεις, πού μας βρίσκεις– βασανιζόμαστε από κάποιο κεραυνοβόλημα. Δεν έχει σημασία αν είναι ανεκπλήρωτο ή αν μας έκανε τη χάρη, εμείς εκεί, χαρίζουμε απλόχερα τα συναισθήματά μας κι ευχόμαστε για το καλύτερο -μη φάμε και πάλι τα μούτρα μας, κρίμα είναι.
Έτσι, όταν μας χτυπάει με το βέλος του ο φτερωτός άγγελος, εμείς κάνουμε την προσευχή μας κι οι φίλοι μας υπομονή. Γιατί, η αλήθεια να λέγεται, σε πιάνει μια ακατάσχετη ανάγκη να μιλήσεις για το αίσθημα. Και φυσικά όχι σάλτσες. Όταν εννοούμε μιλάμε, μοιραζόμαστε μέχρι και το πρόγραμμα της δουλειάς του άλλου.
Γιατί δε γίνεται να μη μιλήσεις για το μήνυμα που σου έστειλε μόλις ξύπνησε. Αφού, μωρέ, σε σκέφτεται κι ήθελε να σου πει καλημέρα. Ή όταν είδε κάτι άκυρο στον δρόμο και σε θυμήθηκε. (Σατανάς κι αυτός, δε σε αφήνει σε ησυχία.)
Θα αναλύσεις κάθε μήνυμα, φατσούλα, like που έχει στείλει, γιατί προφανώς το φιλαράκι έχει πιο αντικειμενική άποψη από ‘σένα που τα βλέπεις όλα μέλι-γάλα. Χρειαζόμαστε κάποιον να μας συνεφέρει στο κάτω-κάτω.
Θα μιλήσεις για όλες εκείνες τις μέρες που βγαίνατε, για τα χαμόγελα που σου έριξε, για τις μπηχτές που μπορεί και να νομίζεις ότι άκουσες, αλλά δεν είσαι σίγουρος. Θα αναφέρεις κάθε κομπλιμέντο, κάθε συζήτηση. Ό,τι ειπώθηκε, το κολλητάρι θα το μάθει με κάθε λεπτομέρεια. Δε γίνεται να κάνουμε μισές δουλειές. Άλλωστε, πώς θα μάθουμε αν όντως μας θέλει;
Και κάπως έτσι, καταλήγουμε να μιλάμε για το αίσθημα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Δε γίνεται επίτηδες, βρε παιδί μου. Άμα μας ρωτήσεις γιατί το κάνουμε, το πιο πιθανό είναι να σου πούμε ότι δεν έχουμε με κάτι καλύτερο να ασχοληθούμε κι έτσι, μωρέ, να ‘χουμε κάτι να συζητάμε.
Το ότι μας καίει και δε σταματάμε να το σκεφτόμαστε λεπτό δεν παίζει, ας πούμε. Θα το αρνηθούμε κατηγορηματικά γιατί στην πραγματικότητα δε μας καίει όσο εσείς θέλετε να πιστεύετε. Είναι σχέδιο δικό μας να σας κάνουμε να το νομίζετε -το γιατί μη μας ρωτάτε. Ένα μυαλό έχουμε κι εμείς, χειμώνα-καλοκαίρι. Μας το πήρε κι ο έρωτας, άρα δε μας έμεινε και τίποτα.
Έχουμε τους κολλητούς μας, να ακούνε εκατό φορές τη μέρα για το αίσθημα, απ’ την πιο σημαντική λεπτομέρεια μέχρι την πιο αστεία μαλακία, να αναλύουν, να σχεδιάζουν. Εμείς σαφώς και δεν το κλείνουμε, γιατί στο κάτω-κάτω ή ερωτεύεσαι ή δεν ερωτεύεσαι. Δεν έχει ενδιάμεσα, που το παίζεις χαλαρός κι ήρεμος κι «εμένα δε με νοιάζει, ρε».
Άλλο το όταν μας ρωτάτε άμα μας καίει, εμείς το παίζουμε χαλαροί. Τι λέτε, καλέ; Ούτε καν. Εμείς να έχουμε δαγκώσει τη λαμαρίνα; Άπαπα. Τι; Επειδή δε βάζουμε γλώσσα μέσα μας κάθε φορά που έχουμε μια καινούργια εξέλιξη; Επειδή χαζεύουμε ώρες ατελείωτες τις συνομιλίες μας; Ή μήπως επειδή μπερδεύουμε τα ονόματα με το δικό του;
Το ότι είμαστε σαν χαζεμένα τις περισσότερες ώρες της μέρας και περιμένουμε σαν βλαμμένα πάνω απ’ το κινητό μας να έρθει το πολυπόθητο μήνυμα, δεν παίζει κανένα ρόλο. Ή ότι ευχόμαστε να δούμε το πρόσωπο κάπου έξω τυχαία, για να μπορέσουμε να ξεκλέψουμε λίγες στιγμές μαζί του.
Είναι τώρα όλα αυτά σοβαροί λόγοι, για να νομίζετε πως είμαστε ερωτευμένοι; Αυτά είναι παιχνιδάκια, καλέ. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν είμαστε ερωτευμένοι. Εσείς είστε υπερβολικοί που το νομίζετε αυτό. Εμείς απλά έχουμε φάει ένα τόσο δα μικρό κολληματάκι και θέλουμε πού και πού να το συζητάμε, ρε παιδί μου, έτσι για να δούμε και πού βρισκόμαστε.
Φυσικά και δε μας καίει σχεδόν καθόλου και μπορούμε να περάσουμε μια μέρα χωρίς να αναφερθούμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο -άλλο που δεν το κάνουμε. Φυσικά και δε μας νοιάζει αν δε μιλήσουμε μια μέρα μαζί του. Τι μας περάσατε, άλλωστε; Εμείς έχουμε τη ζωή μας. Εμείς δεν περιμένουμε κανέναν. (Χτυπάει το τηλέφωνο, ουρλιάζει από χαρά.)
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη