Ανάβω τα τσιγάρα σαν πυροτεχνήματα. Κάθε φορά που είναι να τελειώσει, ξεφυσάω και ανάβω άλλο ένα. Ίσως, κάποια στιγμή, βρω το θάρρος να μιλήσω. Μα ποτέ δεν υπάρχει σωστός τρόπος να ξεκινήσω. Πάντα οι λέξεις θα κάθονται σαν κόμπος στο λαιμό μου. Δεν είναι μόνο οι τύψεις που σε βασανίζουν. Είναι κι’ αυτές οι ρημάδες οι λέξεις, που ποτέ δε σου κάνουν τη χάρη και σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, σε πνίγουν.

Είναι τα βράδια που δυσκολεύομαι να κλείσω μάτι. Φταίνε οι σκέψεις που δε με αφήνουν σε ησυχία. Είναι που τίποτα δεν είναι πια το ίδιο και ούτε πρόκειται να γίνει. Είναι που ποτέ δεν έβαλα το μυαλό μου να σκεφτεί καθαρά και κατέστρεφα πάντα ό,τι με κόπο έχτιζα. Είναι που τα πράγματα, όσο εύκολα φτιάχνονται, άλλο τόσο εύκολα χαλάνε. Και είμαι και εγώ, που γυρνοφέρνω τις λέξεις και φοβάμαι τη στιγμή που θα συναντήσω το βλέμμα σου.

Την απιστία, λένε, να τη λες αμέσως. Μην την κρατάς μέσα σου. Γιατί ό,τι κρατάς, σαπίζει κι’ αυτό μαζί σου. Είναι μερικοί άνθρωποι που είναι γεννημένοι για την αμαρτία. Δεν ήθελα να είμαι ένας απ’ αυτούς και το προσπάθησα με νύχια και με δόντια. Είναι αυτοί που σου γεννούν την αμαρτία, αυτό το απαγορευμένο «θέλω» που προσπαθείς με μανία να κρύψεις. Γιατί στην πραγματικότητα, δεν το θέλεις. Είναι παιχνίδια του μυαλού σου που βρήκαν εύφορο έδαφος.

Είναι αμαρτίες που σε κυνηγούν παντού. Στη δουλειά, στο σπίτι. Ακόμα και στο κρεβάτι που κοιμόμασταν μαζί. Αυτός ο πειρασμός που με κρατούσε. Να μην ενδώσω, να μην προδώσω ό,τι είχα. Ακόμα κι’ όταν ευχόμουν να ήμουν μαζί του, την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που πίναμε τον καφέ μας. Και το πάλευα, γιατί δεν ήθελα να γίνω μία απ’ αυτούς. Δεν ήθελα να γίνω ό,τι κορόιδευα. Ήθελα να είμαι σωστή, κι’ ακόμα και στο τέλος να έχεις κάτι καλό να πεις. Ότι το παλέψαμε, μα στην τελική, δε μας βγήκε. Ότι είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και η μοίρα μας τα έφερε αλλιώς.

Μα εγώ ενέδωσα. Γιατί δεν μπόρεσα να με συγκρατήσω. Γιατί ο έρωτάς μας, δε μου έφτανε και ήθελα κάτι παραπάνω. Γιατί το ένα χέρι μόνο του, δε χτυπάει παλαμάκια. Κάπου φταίξαμε και οι δύο, μα περισσότερο εγώ. Και κάθε φορά που γυρνούσα σπίτι, ήθελα να μιλήσω, μα ποτέ δεν το έκανα. Σε παρατηρούσα τις ώρες που μου έλεγες για τη κουραστική μέρα σου, για τη δουλειά, την οικογένειά σου και σκεφτόμουν πόσο σ’ αγαπάω. Ενώ συγχρόνως, ήθελα να σηκωθώ να φύγω. Αλλά έμενα εκεί, στάσιμη.

Πιστός είναι μόνο εκείνος που του δόθηκε η ευκαιρία να απατήσει και δεν το έκανε. Γιατί έξω από το χορό, πολλά τραγούδια ακούγονται και πολλοί έχουν μείνει στο «εγώ ποτέ δεν» αλλά παράλληλα κοιτούσαν να βρουν τον επόμενο. Εγώ δεν ήμουν τέτοια. Δε θα σου πω ότι το μετάνιωσα, ότι δεν είναι αυτό που νομίζεις, κι’ όλες αυτές τις ηλίθιες δικαιολογίες που αραδιάζουν οι άνθρωποι προκειμένου να κρύψουν τα θέλω τους.

Μόνο μία συγγνώμη θα σου πω. Γιατί έπρεπε πρώτα να βρω το θάρρος να πω το τέλος και μετά να κάνω ό,τι θέλω. Γιατί σε πλήγωσα με το χειρότερο τρόπο. Γιατί νόμιζες πως ήμασταν τέλεια. Αλλά και εσύ δε ρώτησες ποτέ. Επέμενες σ’ αυτή τη δήθεν εικόνα της ευτυχίας. Το ζευγάρι που δεν έχει προβλήματα, τα έχει όλα λυμένα. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και εγώ πνιγόμουν. Δεν προσπαθώ να με δικαιολογήσω. Όταν κάνεις τη μαλακία, τουλάχιστον, να έχεις τα αρχίδια να την υποστηρίζεις. Δε σε τιμάει το λάθος σου, αλλά περισσότερο δε σε τιμάει να το παίρνεις πίσω. Εκεί θα έδειχνα δειλή. Ότι δεν μπορώ να πάρω τις ευθύνες των πράξεών μου. Αλλά όχι. Το ήθελα. Εκεί είναι το κακό.

Γιατί δεν μπορείς να κρατήσεις μια σχέση όταν δε βρίσκεσαι μέσα στη σχέση. Δε γίνεται να μην ακούς, να μη ρωτάς, να μένεις αμέτοχος. Δε με ένοιαζε που οι δικοί σου τσακωνόντουσαν για το σπίτι, ούτε ότι ο κολλητός σου χώρισε με την κοπέλα του. Ήθελα να είμαι εκεί, να σε στηρίζω στα προβλήματά σου, αλλά εσύ πού ήσουν στα δικά μας; Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και εμείς χάσαμε το παιχνίδι στα χαρτιά.

Συγγνώμη.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου