Αδυνατώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που μίλησα. Παίζω με τις λέξεις και στο τέλος με κερδίζουν. Και δε σταματάω να παίζω, γιατί ακόμα πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα κερδίσω. Αλλά μέχρι τότε μένω με τις σιωπές μου. Μετά από κάποια φάση, βολεύεσαι και λίγο. Μένεις ευχαριστημένος με το να κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου, να συμμετέχεις σε συζητήσεις άλλων. Βολεύει στο να ξεχνιέσαι αρκετά, να μη θυμάσαι έστω και για λίγες ώρες.

Αλλά πλέον δε σε ξεχνάω για λίγες ώρες. Σε ξεχνάω για μέρες ολόκληρες και τρομάζω στην ιδέα. Φοβάμαι ότι κάποια μέρα θα σε ξεχάσω εντελώς και δε θα θυμάμαι τίποτα. Φοβάμαι ότι μαζί με τη μνήμη, θα πάρεις τα πάντα κι εγώ θα πρέπει να αντιμετωπίσω μόνη τον κόσμο. Στις μεθυσμένες συζητήσεις για τους μεγάλους έρωτες δε θα σκέφτομαι εσένα, όταν ξαπλώνω το βράδυ δε θα εύχομαι να ήσουν εδώ, όταν μιλάνε για απουσία, δε θα είσαι εσύ νοητά δίπλα μου να μου θυμίζεις πώς ήταν ο έρωτας.

Θα σταματήσω να σιχτιρίζω χαμηλόφωνα κάθε φορά που θα μπερδεύω κάποιον με ‘σένα στο δρόμο, θα κοιτάω τις φωτογραφίες μας χωρίς να με πιέζει κάτι στο στομάχι, θα βλέπω χαζορομαντικές ταινίες χωρίς να με ενοχλεί το ευτυχισμένο τέλος.

Θα είμαι επιτέλους καλά, χωρίς να κοιτάω κάτω όταν μιλάω για σένα, χωρίς να τη βγάζω στο μπαλκόνι προκειμένου να αποφύγω ερωτήσεις που δε θα ξέρω την απάντηση. Θα πίνω όσο θέλω χωρίς να φοβάμαι πως θα μεθύσω και θα σε θυμηθώ. Θα κοιτάξω άλλο άνθρωπο στα μάτια και θα του χαμογελάσω, ακόμα κι αν δεν υπάρχει λόγος. Επιτέλους, θα βρω τον τρόπο να κάνω όσα θέλω κι εσύ με κράτησες πίσω.

Αλλά μέσα στους πρώτους μήνες που έγιναν χρόνος και μετά τρία και τέσσερα, μπόρεσα να βολευτώ κι εγώ. Βολεύτηκα με την παρουσία σου μέσα στο μυαλό μου. Να με σταματάει όταν πάω να κάνω κάτι παραπάνω απ’ το συνηθισμένο. Να μου ζητάει να μιλάω για ‘σένα κι όσα έγιναν. Να γελάω κάθε φορά που ακούω το «αργοσβήνεις μόνη». Κουράστηκα να τραγουδάω «αν σε απάτησε και σε τραυμάτισε» λες και σημαίνει κάτι. Δε σημαίνει τίποτα πλέον.

Συνήθισα σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που μου προκάλεσες και βρήκα ένα καταφύγιο κι ένα λόγο για να δικαιολογώ τα πάντα. Να δικαιολογώ που δε με πρόσεξα, που έκανα τη μία μαλακία μετά την άλλη, που σταμάτησα να προσπαθώ. Να με δικαιολογώ που πλέον δεν έχω το θάρρος να προσεγγίσω άλλο άνθρωπο. Να εύχομαι να περνάω όσο πιο απαρατήρητη γίνεται. Να τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να μου μιλήσει κάποιος και να θελήσει να με μάθει. Γιατί τι θα του πω;

Κατά κάποιο τρόπο έμαθα να ζω μαζί σου, χωρίς να έχεις ιδέα. Γιατί εσύ προχώρησες με τη ζωή σου και βρήκες επιτέλους όσα ήθελες. Και χαίρομαι για ‘σένα, ακόμα κι όταν το φάντασμά σου με στοιχειώνει σε κάθε μου βήμα. Ή τουλάχιστον με στοίχειωνε μέχρι να ξεκινήσει σιγά-σιγά να χάνεται κι εγώ να παλεύω με νύχια και με δόντια να το κρατήσω δίπλα μου.

Αλλά θέλω να το αφήσω. Γιατί έχει περάσει τόσο καιρός και κουράστηκα να σε κουβαλάω όπου πάω. Μου πιάνεις μια θέση που θα μπορούσε να κάτσει κάποιος ή έστω να απλώσω εγώ τα πόδια μου. Μου παίρνεις πυροτεχνήματα που θέλω να σκάω και να τα χαζεύω μόνη μου. Μου πήρες κλάματα και ξενύχτια που άξιζα να σου δώσω, αλλά πλέον δεν έχω να σου δώσω. Και δε θέλω.

Αλλά πρέπει να σ’ αφήσω να φύγεις, για να φύγω κι εγώ. Δεν ξέρω ακριβώς πού θα πάω, αλλά θα τη βρω την άκρη μου. Και ίσως όλο αυτό το κάνω επειδή έγινα αρκετά εγωίστρια αλλά καθόλου κυνική. Κι ίσως ψάχνω να ερωτευτώ, χωρίς να είμαι ερωτευμένη με τον εαυτό μου. Και ίσως –ή μάλλον σίγουρα– παραπατάω πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί σαν ακροβάτης κι αποφάσισα να το περάσω χωρίς να με προστατεύει τίποτα, αντί να δεθώ κάπου. Μέχρι να ξαναπέσω και να ξανασηκωθώ.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη