Την ανασφάλεια να την αποφεύγεις όπως ο διάολος, το λιβάνι. Αμφιβάλλω αν βοήθησε ποτέ κανέναν να προχωρήσει στη ζωή του, στις σχέσεις του ή ακόμα και να τα βρει με τον εαυτό του. Είναι κάτι σαν δηλητήριο, που εισχωρεί μέσα στους ανθρώπους και σιγά-σιγά εξαπλώνεται. Κι επειδή οι άνθρωποι, από μόνοι τους, δεν μπορούν να το αντέξουν, το κάνουν μια μπάλα και το πετάνε δεξιά κι αριστερά, μέχρι να βρεθεί κάποιος που θα παίξει μαζί τους. «Να, έλα κι εσύ εδώ. Πάρε λίγες από τις ανασφάλειές μου, παίξε, κι’ άμα θες κάν’τες δικές σου».
Έτσι, όμως, συνηθίσαμε στις σχέσεις μας. Αφήσαμε την ανασφάλεια να κυριαρχήσει, παίρνοντας στο διάβα της ό,τι βρει και καταστρέφοντας όσα είχαμε χτίσει τόσο καιρό. Φυσικά και δεν είναι δεδομένο πως θα είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας. Μ’ αυτήν τη υποτιθεμένη σιγουριά δεν τα πήγα ποτέ καλά. Μου ενέπνεε μια αλαζονεία που προσπαθούσα να αποφύγω. Εξάλλου, αυτές οι λίγες ανασφάλειες, που έρχονται ανά καιρούς και κάθονται μαζί σου, χωρίς να μπαστακώνονται για χρόνια, είναι εκείνες που θα σε βοηθήσουν να πας ένα βήμα μπροστά και να τις διώξεις.
Τι κρίμα να βλέπεις, όμως, ολόκληρες σχέσεις να χτίζονται πάνω στις ανασφάλειες. Κι’ από εκεί που ήρθαν δύο-τρεις να κάνουν ένα τσιγάρο μαζί σου και να φύγουν, κατέληξαν να μαζεύονται όλο και περισσότερες, χτίζοντας σπίτια για να μείνουν, γιατί δεν τις διώχνεις. Και μαζί με τις σχέσεις σου, πληθαίνουν κι εκείνες, περικυκλώνοντάς σε και στο τέλος, σε κατακτούν.
Βέβαια, έχεις κι εκείνους που ζουν στη λήθη της σιγουριάς σου. Σου λένε «Εγώ; Σιγά. Τι ανασφάλειες να έχω;» Είναι αυτοί που ουρλιάζουν από μακριά πως η ψεύτικη αυτοπεποίθησή τους, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια καλά κρυμμένη ανασφάλεια. Είναι εκείνοι που θα προσπαθήσουν να προκαλέσουν ανασφάλειες στους άλλους, προκειμένου να καλύψουν τις δικές τους.
Θα σκαρφιστούν δόλιους τρόπους να φυτέψουν τους σπόρους τους, αριστερά και δεξιά και μετά θα κάτσουν στη γωνία τους, περιμένοντας να θαυμάσουν το έργο τους, που μέρα με τη μέρα θα ξεκινήσει να ανθίζει. Μήπως και καλύψει τα δικά τους άνθη, που κοντεύουν να φτάσουν στο Θεό και φαίνονται από μίλια μακριά. Γιατί, όταν έχεις κάτι που δε σου αρέσει, θες να το αποκτήσει κι’ ο άλλος. Έτσι, για να νιώσεις πως δεν είσαι μόνος σου.
Λίγο τα υπονοούμενα, λίγο η ζήλια, λίγο η απομάκρυνση. Τέτοια τσαλίμια χρησιμοποιούν. Δε θα σε αφήσουν σε ησυχία, δε θέλουν να είσαι ήρεμος. Πρέπει να τους κυνηγήσεις, να δώσεις τροφή στην ανασφάλειά τους. Μη τους βγάλεις από τη λήθη που ζουν. Δε θέλουν. Εκείνοι αποζητούν την προσοχή και την αποδοχή. Ό,τι και να τους πεις, δε θα ακούσουν.
Γιατί άμα τους πεις την αλήθεια, θα πέσουν από τα σύννεφα. Θα καταλάβουν πως όσα κάνουν είναι μάταια και η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ανασφάλειες στους άλλους, μόνο μπούμερανγκ τους γυρνάει.
Γιατί έτσι είναι. Τι νόημα έχει να σπαταλήσεις τόσο χρόνο και φαιά ουσία για να προκαλέσεις ένα σωρό ανασφάλειες, άμα εσύ ήδη δεν πνίγεσαι από τις δικές σου; Κι’ άμα δεν το ξέρεις, ήρθε η ώρα να το μάθεις, λοιπόν. Εκείνος που τις προκαλεί στους άλλους, είναι εκείνος που πρώτος έπεσε στο λάκο μ’ αυτές.
Δε θεωρείται κάποιο είδος ευφυίας, ούτε παίρνεις πόντους στη ζωή. Κι’ αν νομίζεις κάτι τέτοιο, σε γελάσανε. Ένας άνθρωπος σίγουρος για τον εαυτό του, δε θα έμπαινε καν σ’ αυτή τη διαδικασία. Έχει πολύ πιο σπουδαία πράγματα να ασχοληθεί, από το να περιφέρεται αριστερά και δεξιά, μοιράζοντας ανασφάλειες.
Ένας άνθρωπος σίγουρος για τον εαυτό του είναι ξεκάθαρος μαζί σου. Δεν παίζει παιχνίδια, ούτε καταστρώνει σχέδια. Τα βάζει με τις ανασφάλειες και τους δαίμονές του, μόνος του. Δε μιλάει με λέξεις που ντύνει το νόημά τους με διαφορετικά ρούχα, ούτε προσπαθεί να αποκτήσει την προσοχή του άλλου, απαιτώντας την, σαν παιδί σε μαγαζί με παιχνίδια. Είναι ευθύς στα λόγια του και ό,τι έχει να στο πει, θα στο πει ξεκάθαρα, χωρίς να το γυροφέρνει με ανούσιες λέξεις.
Δε θα προσπαθήσει να σου προκαλέσει καμία αμφιβολία, ούτε θα σε βάλει να τον κυνηγάς, μόνο και μόνο για να πάρει την επιβεβαίωση που θέλει. Δε θέλει την επιβεβαίωση εξάλλου. Είναι καλά με τον εαυτό του ή προσπαθεί, τουλάχιστον. Πάντως δε μαυρίζει τις ζωές των άλλων με τη μιζέρια και τη γκρίνια του. Δεν είναι τέλειος ούτε προσπαθεί να γίνει.
Είναι ξεκάθαρος, όμως, κι’ αυτό του είναι αρκετό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου