Ψέματα. Μικρά, μεγάλα, δεν έχει σημασία. Το ψέμα απ’ όποια μεριά κι αν το δεις, δεν πρόκειται να αλλάξει. Το ψέμα πάλι ψέμα θα είναι, πράγμα που έμαθα απ’ όταν ήμουν μικρή. Το πρώτο μάθημα μου το δίδαξαν οι γονείς μου και το δεύτερο ο Πινόκιο. Όπως και να το κάνεις, στην ηλικία των πέντε, δε γίνεται να μη φοβηθείς μια ξύλινη μαριονέτα που, όταν δε λέει την αλήθεια, μεγαλώνει η μύτη της. Οπότε, ανασταλτικός παράγοντας ενάντια στα ψέματα, έγινε ο φόβος.

Ο φόβος να μη με ανακαλύψουν, ο φόβος να μην απογοητεύσω, ο φόβος ότι δεν τα κατάφερα. Σιγά-σιγά, όμως, βλέπεις ότι σε παίρνει να πεις ένα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα ώσπου φτάνεις να συναγωνίζεσαι τον George R. Martin στη φαντασία.

Λίγο-πολύ, όλοι γουστάρουμε να λέμε ψέματα κι ας μην το παραδεχόμαστε. Να αποφύγουμε μια δουλειά που βαριόμαστε να κάνουμε, να μην κανονίσουμε με άτομα που δε γουστάρουμε, να πουλήσουμε λίγη μούρη για τα πράγματα που στην τελική δεν καταφέραμε. Κι άλλες φορές σου γίνεται συνήθεια προκειμένου να αποφύγεις την πραγματικότητα.

Όσο αστείο, όμως, κι αν ακούγεται, τα μεγαλύτερα ψέματα δεν τα είπαμε στους άλλους, αλλά σε μας. Απλά στο τέλος καταλήξαμε να παίρνουμε μαζί μας και τους άλλους. Στις φιλικές μας σχέσεις, στις οικογενειακές. Και τα χειρότερα; Τα χειρότερα ειπώθηκαν στις ερωτικές. Εκεί που δεν υπήρχε κανείς πέρα από μας και το ταίρι μας. Που καταφέραμε τόσο καλά να κρυφτούμε, που ούτε εμείς συνειδητοποιήσαμε πόσο μακριά το πήγαμε.

Αλλά ας το πάρουμε λίγο απ’ την αρχή. Όλοι ξέρουμε ότι οι σχέσεις από μόνες τους είναι ένα αρκετά δύσκολο κομμάτι στη ζωή μας.  Άλλες θα επιβιώσουν, άλλες θα ξεκινήσουν και καπάκι θα τελειώσουν κι άλλες δε θα ξεκινήσουν καν. Θες να το πεις νόμος της φύσης, θες να το πεις κάρμα; Τύχη; Το σύμπαν έτσι λειτουργεί.

Ερωτεύεσαι, ψήνετε το ψάρι ο ένας στον άλλον και στο τέλος, το παραμύθι μας έχει happy end και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Ζείτε τον έρωτά σας, η αγάπη σας ανθίζει μέρα με τη μέρα, τα τηλέφωνα δε σταματάνε να χτυπούν, τα «σ’ αγαπώ» έχουν ξεκινήσει να πετάγονται σιγά-σιγά κι η χαρά σας δεν μπορεί να μετρηθεί.

Βέβαια, θα μου πεις, η καλύτερη φάση της σχέσης είναι η αρχή. Εκεί, δεν ξέρεις τον άλλον ούτε τα ελαττώματα του έχουν ξεκινήσει να σε ενοχλούν σε βαθμό που δεν τα αντέχεις. Με τον καιρό, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν. Γνωρίζεστε περισσότερο, συνειδητοποιείτε τι σας ενοχλεί και μαζί το παλεύετε. Προφανώς και θα τσακωθείς αλλά πάντα ξέρεις ότι η λύση είναι η συζήτηση. Βέβαια, όσες ήρεμες κουβέντες και να ανταλλάξεις, κάποια στιγμή θα φτάσεις στο αμήν όταν βλέπεις ότι ο άλλος δε σε ακούει και φυσικά, δεν μπαίνει στο κόπο να αλλάξει, ακόμα κι αν έχεις κουραστεί να του λες.

Και γιατί μένουμε; Ιδού η απορία. Γιατί έχουμε μάθει να λέμε όλη την ώρα «δεν πειράζει» αντί για «δε γαμιέται». Γιατί έχουμε πείσει τους εαυτούς μας πως δεν πειράζει που ο άλλος δεν αλλάζει για χάρη μας -και προφανώς δε μιλάμε για εξωπραγματικές απαιτήσεις. Άλλωστε, αν θέλεις να αλλάξεις το σύντροφό σου εντελώς, γιατί είσαι μαζί του εξαρχής;

Γιατί θεωρήσαμε λογικό να προσπαθούμε μόνο εμείς για τη σχέση μας, να νοιαζόμαστε περισσότερο, να αγαπάμε περισσότερο κι ο άλλος να μας θυμάται όποτε μπορεί. Τρέχαμε κάθε φορά που μας πετούσε κάποιο δόλωμα, έτσι για να τσιμπήσουμε και να του υπενθυμίσουμε την παρουσία μας. Κάναμε τους μαλάκες όταν βλέπαμε την αδιαφορία να ξεχειλίζει, μόνο και μόνο για να μην μπούμε στο κόπο να σκεφτούμε τι πήγε στραβά ή μήπως καλύτερα θα ήταν να χωρίζαμε.

Κι όλα αυτά; Για τη συνήθεια. Γιατί προτιμήσαμε να κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας για τον κατήφορο της σχέσης μας, προκειμένου να γλυτώσουμε απ’ τη μοναξιά. Μάθαμε να λέμε «κάποια στιγμή θα αλλάξει» και περιμέναμε σαν τους ηλίθιους πότε θα θυμηθεί να δώσει λίγο σημασία. Κι έτσι, καταλήξαμε να αραδιάζουμε ψέματα στους εαυτούς μας, δημιουργώντας ολόκληρα μυθιστορήματα. Γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει τη μοναξιά και θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να την αποφύγει. Γιατί έχουμε μάθει να συμβιβαζόμαστε με κάτι που δε μας αξίζει ούτε λίγο, για να λέμε ότι «εντάξει, εγώ ξέφυγα απ’ το γκρουπάκι των singles».

Το πρόβλημα όμως με τα ψέματα είναι ότι είναι σαν τον αέρα και το μπαλόνι. Όσο περισσότερο φουσκώνεις το μπαλόνι, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να σκάσει τη μούρη σου. Και τότε είναι που θα καταλάβεις το πραγματικό πόνο της αλήθειας.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη