Δε γνωρίζω τι κάνετε στις δικές σας παρέες, αλλά συνηθίζουμε στις δικές μου να απονείμουμε τίτλους με βάση την ερωτική ζωή του καθενός.
Όλοι στην παρέα έχουμε κάποιον που είναι επί μονίμου βάσεως δεσμευμένος, ευτυχισμένος με τη σχέση του που καταφέρνει να ισορροπήσει τις καταστάσεις και τον ευχαριστιούνται κι οι φίλοι κι η σχέση τους. Απ’ την άλλη, υπάρχει εκείνος που είναι πάντα single, δε νοιάζεται ιδιαίτερα για το θεσμό της σχέσης κι άμα τον ρωτήσεις πώς νιώθει που είναι μόνος, θα σου πει «φίλους καλούς να έχουμε κι όλα τα άλλα θα έρθουν». Ε, δεν έχει κι άδικο.
Μετά είναι εκείνος που αλλάζει συντρόφους ανά μήνα γιατί «η ζωή είναι πολύ μικρή» κι «ο επόμενος είναι πάντα καλύτερος απ’ τον προηγούμενο». Δεν μπορείς να τον κατακρίνεις. Αν εκείνος βαριέται εύκολα ή νομίζει ότι έχει βρει τον έναν και μοναδικό σύντροφο και στο τέλος του βγαίνει πανηγύρι, τι να κάνει το παιδί; Να μη προχωρήσει;
Στο τέλος, υπάρχει η κατηγορία εκείνη που τα νούμερα είναι απλά σχέδια κι ο κόσμος έχει μάθει να περνάει καλά με αριθμούς άνω του δύο. Γιατί, φίλες και φίλοι, αν ο άνθρωπος νιώθει μόνος και χρειάζεται πάνω από έναν για να του καλύψει τη μοναξιά, τι θέλεις εσύ και πετάγεσαι; Αν τα βρίσκουν καλά μεταξύ τους, ποσώς μας νοιάζει ότι αν κάνουν άλλη μία μεταγραφή θα κατεβάσουν ομάδα μπάσκετ -χωρίς τις αλλαγές, βέβαια.
Το να έχεις να κάνεις με μία παρέα, που ο καθένας εκπροσωπεί αξιέπαινα τον τίτλο του, είναι κατόρθωμα, ειδικά όταν επικρατεί η εποχή του «δεν ξέρω τι θέλω». Θα κάτσετε, θα συζητήσετε τα προβλήματα και τις έννοιες σας, θα γελάσετε με τη διαφορετικότητα που επικρατεί μεταξύ σας και στο τέλος, θα τη βρείτε τη λύση. Εξάλλου, ο καθένας είναι κατασταλαγμένος, γνωρίζει τι τον ευχαριστεί και πορεύεται όμορφα στη ζωή.
Και κάπου εκεί μέσα, στο σταθερό και το the more, the merrier, είναι και μια κατηγορία ανθρώπων που η ερωτική τους ζωή μπορεί να κυμαίνεται από σταθερές σχέσεις κι έρωτες μέχρι τελικής πτώσεως έως single ετών σαράντα και μία στο τόσο καλά είναι.
Δεν ανήκουν κάπου, γεγονός που τους κάνει ακόμα πιο δύσκολους να συζητήσεις μαζί τους. Μόνο που εκεί υπάρχει ένα μεγάλο θέμα. Βλέπεις ότι θέλουν να μιλήσουν για το τι συμβαίνει τη δεδομένη χρονική στιγμή στην ερωτική τους ζωή, αλλά συγχρόνως δεν μπορούν.
Τι σημασία έχει αν εσύ έκατσες με τις ώρες πάνω από ένα τραπέζι, κατεβάζοντας καφέδες και μπίρες, για να τον ξεαγχώσεις επειδή έχει να βγει κάτι αιώνες; Εσύ δε θα μάθεις τίποτα. Κι όχι τίποτα άλλο, να μας πεις αν λειτούργησαν όλες οι συμβουλές, μήπως και δει και κανένας άλλος το άσπρο φως.
Έρχονται σιωπηλά με βλέμμα που κοιτάει μόνο κάτω και ξεκινάνε δειλά τη συζήτηση. Εσύ κάνεις λίγο υπομονή στην αρχή, λες «εντάξει, θα πάει από μόνο του». Έλα, όμως, που δεν πάει και δύο αιώνες αργότερα περιγράφει ακόμα τον τρόπο που χαιρετήθηκαν -πριν κάτσουν να πιούν καφέ, βέβαια.
Και συνεχίζεται η συζήτηση κι εσύ με δύο λέξεις την έχεις βγάλεις τόσες ώρες και κάνεις μαντεψιές τι εννοεί. Κάτι επεξηγηματικές ερωτήσεις βγαίνουν μόνο απ’ το στόμα σου, πέρα απ’ το «ένα λεξοτανίλ, ρε παιδιά», που το πετάς ανά μία ώρα που περνάει χωρίς να καταλήγει πουθενά.
Ε, μετά από τόσες ώρες κάτι θα έχεις μάθει. Συμπέρασμα δε θα έχει βγει, αλλά τουλάχιστον πρέπει να πήγε, ξέρω ‘γω, καλά. Αλλά ούτε κι αυτό είναι σίγουρο με τόσα που άκουσες.
Κι έρχομαι να θέσω ένα εύλογο ερώτημα. Απ’ τη στιγμή που θέλετε να μας τα πείτε, γιατί καταλήγουμε να σας τα βγάζουμε με το τσιγκέλι; Εξάλλου, γι’ αυτό είναι οι φίλοι. Θα πας, θα την κάνεις τη μαλακία και θα έρθεις μετά να το συζητήσουμε, να σε δουλέψουμε και λιγάκι και μαζί να βρούμε τη λύση.
Πώς αλλιώς να σας εξηγήσουμε ότι μας βγάζετε την ψυχή κάθε φορά μέχρι να μας πείτε τι κάνατε; Τα πράγματα είναι απλά. Συναντηθήκαμε τυχαία, χαμογελάσαμε λέγοντας «γεια» κι είπαμε να πάμε για έναν καφέ. Τι με νοιάζει αν εσύ πήγαινες στο σούπερ μάρκετ, εκείνος στο περίπτερο κι ο καιρός ήταν αίθριος προς συννεφιασμένος; Το ζουμί θέλω.
Όπως και να ‘χει, εμείς σας αγαπάμε ακόμα κι αν μας βγάζετε την ψυχή. Τώρα αν μας νευριάζετε και μετά από κάθε συζήτηση τρέμουμε σαν τα ψάρια, είναι δικό σας θέμα. Το πολύ-πολύ να το ρίξουμε όλοι μαζί στο αλκοόλ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη