Δε λέω, πάντα ο χρόνος ήταν σημαντικός στις ζωές μας, είτε είχαμε αποφασίσει να τον θεωρούμε σύμμαχο είτε αντίπαλο. Αν μη τι άλλο, δε γνωρίζω κανέναν που να μην τον αγάπησε έστω και μία φορά ή να μην τον μίσησε μέχρι θανάτου.
Μερικές φορές ο χρόνος μπορεί να γίνει ο καλύτερός μας φίλος. Να γιατρέψει τις πληγές, να επουλώσει ραγισμένες καρδιές, να συναρμολογήσει σπασμένα κομμάτια. Άλλες φορές μπορεί να μας βασανίζει με το αργό πέρασμά του, αναγκάζοντάς μας να ζούμε πράγματα που ευχόμαστε να είχαν τελειώσει ή προσπαθώντας να μας θυμίσει εκείνα που παλεύουμε τόσο να ξεχάσουμε.
Τη μία τον εξυμνείς κι εύχεσαι να μη φύγει, να μη σου πάρει την ευτυχία που τόσο αναζητάς και την άλλη βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή, αναζητώντας τρόπους να τον σπρώξεις, να περάσει και να πάει στο διάολο.
Έτσι ο χρόνος αποφάσισε να εισβάλει στις σχέσεις των ανθρώπων και να τις καθορίζει, παίρνοντας με τη βία τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν με ρωτούσες παλιά, θα κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά, πιστεύοντας πως όντως οι σχέσεις των ανθρώπων και το δέσιμο μεταξύ τους είναι ανάλογα του χρόνου που πέρασαν μαζί. Μπορεί να κατέβαζα κι ολόκληρα επιχειρήματα, προκειμένου να πείσω τον συνομιλητή μου. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα πως όλα αυτά είναι μαλακίες.
Μπορεί να γνωρίζεις έναν άνθρωπο δεκαετίες ολόκληρες, να έχεις ζήσει μαζί του χίλια μύρια πράγματα, να έχεις συλλέξει αναμνήσεις, αλλά και πάλι, να τον νιώθεις ξένο. Κι είναι και οι άνθρωποι, που μπορεί φαινομενικά να τους γνωρίζεις ελάχιστο χρονικό διάστημα, αλλά σου δίνουν αυτή την αγαπημένη αίσθηση ότι τους γνωρίζεις χρόνια.
Το να μετράμε τις σχέσεις μας σε διαστήματα ήταν κάτι που κάναμε σαν παιδιά. Δε λέω, είναι όμορφο να γνωρίζεις έναν άνθρωπο χρόνια ολόκληρα, αλλά τι σημασία έχεις άμα δεν τον ξέρεις στην πραγματικότητα; Κι άμα ο άλλος δε γνωρίζει αυτό που είσαι στ’ αλήθεια;
Κι εκεί είναι που ο χρόνος χάνει το παιχνίδι. Στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν υπάρχουν συγκεκριμένα διαστήματα που πρέπει να περάσουν για να ξεκινήσει το δέσιμο ή για να τελειώσει. Κι ούτε ξυπνάς μια μέρα λέγοντας πως «εντάξει, εγώ σήμερα θα δεθώ με κάποιον» και πατάς το μαγικό κουμπί.
Αν οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν μια θεατρική παράσταση, ο χρόνος θα είχε το ρόλο του κομπάρσου. Βοηθάει αρκετά, αλλά όχι όσο πιστεύουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε. Είναι μια ψευδαίσθηση στην οποία επιλέγουμε να ζούμε, δικαιολογώντας μακροχρόνιες σχέσεις οι οποίες στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχαν λήξει εδώ και πολύ καιρό.
Το δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων έρχεται με την επαφή και δεν έχει σχέση αν είναι καθημερινή ή διακεκομμένη. Έρχεται με μια ένα χαμόγελο, μια «καλημέρα». Έρχεται όταν βλέπεις από τον άλλον ότι μπορεί να αφιερώσει ώρες ολόκληρες μέχρι να σε μάθει. Έρχεται με το ενδιαφέρον, το αληθινό ενδιαφέρον που δε θα κοιτάξει το τι ώρα είναι ή το πού βρίσκεται άμα τον έχεις ανάγκη. Που θα σου δώσει το χέρι του να σηκωθείς αν πέσεις. Και θα είναι πάλι αυτό το χέρι που θα σε τραβήξει για να σε πάρει αγκαλιά όταν όλα θα είναι καλά.
Το δέσιμο είναι οι λέξεις κι οι πράξεις των ανθρώπων. Είναι στο τηλέφωνο που θα πάρει ο άλλος για να δει τι κάνεις, να ενδιαφερθεί για τη μέρα σου. Είναι στη στιγμή που θα θελήσει να μάθει το πρόβλημά σου, ακούγοντάς σε για ώρες προκειμένου να συλλέξει κάθε λεπτομέρεια με σκοπό να σου δώσει την καλύτερη συμβουλή. Είναι στη στιγμή που θα σε κρατήσει τόσο δυνατά κι εσύ θα μπορέσεις να αφεθείς, να κλάψεις, να ξεσπάσεις και μετά να κοιμηθείς νιώθοντας ήσυχος.
Το δέσιμο βρίσκεται πάντα και παντού, έχοντας τη μοναδική ιδιότητα να ξετρυπώνει από κάθε μεριά, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια του χρόνου. Ούτε μπορείς να το αποφύγεις ούτε να το επιδιώξεις. Έρχεται από μόνο του σιγά-σιγά. Κι όταν έρθει, είναι όταν επιτέλους καταλαβαίνεις πως είσαι ακριβώς εκεί που θέλεις να είσαι με υπέροχους ανθρώπους, κάνοντας ακριβώς αυτό που θέλεις να κάνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη