Ξέρεις πόσες φορές έχω αναρωτηθεί για όσα έχω κάνει; Είναι τόσες φορές που ευχόμουν να γυρνούσα το χρόνο πίσω και να άλλαζα τα πάντα. Να έκανα πράγματα που τόσο πολύ επιθυμούσα, αλλά στη τελική δεν είχα τα αρχίδια να τα κάνω, να πάρω πίσω παρορμητικές αποφάσεις που μου στοίχισαν αμέτρητα βράδια, ξαπλωμένη, να μετανιώνω για τις επιλογές μου. Αλλά θα μου πεις, γίνεται να ξέρεις απ’ την αρχή το πού μπλέκεις; Έτσι και με σένα όταν σε γνώρισα. Δεν είχα ιδέα.
Αν με ρωτήσεις, δεν ξέρω τι με τράβηξε περισσότερο. Ίσως η σοβαρότητά σου ή το γεγονός ότι δε χαμογελούσες ποτέ. Πάντα αναρωτιόμουν πώς εγώ, ένας πρόσχαρος και χαμογελαστός άνθρωπος γεμάτος ενέργεια, έμπλεξα με σένα, τον ανέκφραστο και λιγομίλητο. Ίσως απ’ την άλλη να ήταν το βλέμμα σου. Ορισμένες φορές με τρομάζει ο τρόπος που με κοιτάζεις, με τρομάζουν αυτά τα σκούρα, σχεδόν μαύρα μάτια, που με επεξεργάζονται κάθε φορά. Άλλες φορές είναι σαν να με μαλώνεις, άλλες σαν να με ζηλεύεις κι άλλες σαν να θέλεις να με πνίξεις στα φιλιά. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι και σίγουρα δε μου μιλάς για να καταλάβω τι επικρατεί μέσα στο κεφάλι σου.
Αλλά αυτή σου η χαλαρότητα ήταν που μου την έδινε περισσότερο. Με έβλεπες μερικές φορές να ωρύομαι, άλλες να κλαίω με λυγμούς κι άλλες να δακρύζω απ’ το γέλιο. Κι εσύ πάντα ο ίδιος. Δε γελούσες συχνά, δε μιλούσες πολύ, δεν έκλαιγες ποτέ. Αναρωτιέμαι αν έχει βρεθεί άνθρωπος στον οποίο έχεις ανοιχτεί ποτέ. Πάντως σίγουρα δε θα είμαι ένας από αυτούς. Το είχες ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή. Εμείς είμαστε του «άστο μωρέ και θα δούμε». Έτσι έλεγες πάντα, μα εγώ όταν δεν ήμασταν μαζί, δεν έκλεινα μάτι.
Στο μπαλκόνι με έβλεπες να διαβάζω βιβλία και κάθε φορά με κορόιδευες. Ότι εγώ ήμουν η εναλλακτική, ότι η αλαζονεία μου να ξεχωρίσω με έριξε στα βιβλία. Κι εγώ κάθε φορά θύμωνα γιατί δεν μπορούσες να καταλάβεις πως η ζωή δεν είναι τα ξενύχτια, τα ποτά και τα τσιγάρα, ούτε οι καφρίλες με τους κολλητούς σου. Κι εσύ πάντα μου την έλεγες επειδή επέλεγα για μερικές ώρες να ζω μέσα στα βιβλία μου ενώ για ‘σένα η ζωή βρίσκεται στον έξω κόσμο.
Την πρώτη φορά έκανα το λάθος να σε ρωτήσω. «Ξέρεις, αγάπη μου, τι είναι ο πόνος»; «Όχι, γιατί δεν αγάπησα ποτέ», μου λες. Σε λυπάμαι, σου λέω, και θυμάμαι να φεύγω γρήγορα απ’ το σπίτι σου, μη με δεις να κλαίω. Αν ήσουν λίγο πιο συναισθηματικός, θα έκλεινες τη πόρτα να μη φύγω και τώρα δε θα καθόμουν σπίτι να ανάβω τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο. Αλλά εσύ δεν είσαι γι’ αυτά.
Μου τη δίνει που έμπλεξα μαζί σου. Μου τη δίνει η υπερβολική ηρεμία σου, που δε νευριάζεις με τίποτα. Σαν να μη σε ταράζει κανείς, δεν μπαίνεις καν στο κόπο για μια φορά να χάσεις τον έλεγχο. Μου τη δίνει που σε έχω ανάγκη ενώ συγχρόνως σε απεχθάνομαι. Σε απεχθάνομαι γιατί χάνω στο παιχνίδι που ξεκίνησες κι εγώ συνέχισα.
Μου τη δίνει που η λογική μου εκείνη τη μέρα κοιμόταν και το συναίσθημα με συνεπήρε. Μου τη δίνει που δεν μπορώ να σου αντισταθώ, που σου θυμώνω και σε δευτερόλεπτα ηρεμώ, που μου λείπεις κάθε στιγμή που δεν είμαστε μαζί, που με κάνεις να γελάω όπως κανένας άλλος, που με κάνεις να νιώθω τόσα πολλά, αλλά φοβάμαι να τα ξεστομίσω έστω και τα μισά. Μου τη δίνεις εσύ και το τέλειο χαμόγελό σου, εσύ και τα πανέμορφα μάτια σου. Ανάθεμα κι αν είχες καμιά ατέλεια.
Κι όσο περνούσε ο καιρός, εγώ πνιγόμουν και τρελαινόμουν με τις σκέψεις μου. Ξενύχτια, αμέτρητα πακέτα τσιγάρα στα σκουπίδια κι εγώ αμίλητη να κοιτάω το ταβάνι, προσπαθώντας να δώσω δύναμη στον εαυτό μου να τελειώσω το μαρτύριο. Άνοιξες την πόρτα και ξέχασα τα πάντα. Σαν τον Οδυσσέα με τους λωτούς.
Και μια μέρα ξεχείλισα. Σε ρώτησα τι είμαστε, πού θα πάει όλη αυτή η ιστορία. Σου είπα πως σιγά-σιγά τρελαίνομαι, δεν αντέχω αυτό το ηλίθιο θέατρο. Σου φώναξα πως δε μου λες τίποτα, δε μου λες τι νιώθεις, δε μου λες έστω κάτι για σένα. Εγώ καθόμουν με τις ώρες και σου έλεγα πως ο μπαμπάς μου αγαπάει το μπάσκετ, της μαμάς μου κρυφά της αρέσει να τρώει βλακείες κι εγώ επιτέλους στα φοιτητικά μου χρόνια, κατάφερα να ξεφύγω από τα οικογενειακά δράματα της παιδικής ηλικίας. Κι εσύ αμίλητος με κοιτάς, με ένα άδειο βλέμμα και πάλι δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Και πάλι μου τη δίνεις. Σε παρακαλάω να μου πεις κάτι, έστω κάτι ανούσιο, αρκεί να αφορά εσένα. Μα πες μου, με θέλεις, θέλεις να φύγω, θέλεις να μείνω; Κι εσύ συνεχίζεις να με κοιτάς ανέκφραστος, παίζοντας με τα δάχτυλά σου σαν να μη σε νοιάζει.
«Σε νοιάζω καθόλου;» ρωτάω.
«Με νοιάζεις», μου απαντάς.
«Μη φύγεις, εντάξει; Χαρούμενη;»
Ευτυχισμένη, όχι χαρούμενη.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη