Ναι ρε! Θα κάνω ό,τι θέλω εγώ! Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω!
Κι όσο εσύ θα μου λες άσπρο, εγώ θα σου λέω μαύρο.
Όταν θα μου λες βάλε το κόκκινο φόρεμα, γιατί σου πάει περισσότερο, εγώ θα βάζω το μαύρο.
Γιατί;
Γιατί έτσι γουστάρω!
Δεν εννοείς να καταλάβεις πως όσο μου λες τι να κάνω, τόσο εγώ θα κάνω το δικό μου, γαμώ το κέρατό μου! Γιατί δε θέλω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να μου λέει τι να κάνω, πώς να ντυθώ ή πότε να χαμογελάσω.
Δε γουστάρω να ‘χω κανέναν γι’ αφεντικό. Πώς το λένε;
Εγώ θέλω να κάνω αυτό που μ’ αρέσει, να μη δίνω λογαριασμό σε κανέναν και, πάνω απ’ όλα, δε μ’ ενδιαφέρει η γνώμη κανενός.
Οι αντιδραστικοί άνθρωποι επιδιώκουν την αντιπαράθεση, προκειμένου να δικαιολογήσουν την ύπαρξη και την υπόστασή τους. Συνήθως αντιδρούν και υποστηρίζουν τ’ αντίθετο από αυτό που λέει ο άνθρωπος που έχουν απέναντί τους, χωρίς απαραίτητα να ‘χουν επαρκή στοιχεία ή δεδομένα γι’ αυτό. Πάνε κόντρα για την κόντρα.
Βεβαίως, υπάρχουν και αυτοί που είναι απλώς κυνικοί ή που το παίζουν αντιδραστικοί για να κάνουν εντύπωση.
Εκείνοι αντιδρούν σ’ ότι τους λένε οι υπόλοιποι, απλώς και μόνο για ν’ αντιδράσουν και το κάνουν είτε για να ξεχωρίσουν από το πλήθος και να μη θεωρηθεί ότι ακολουθούν τη μάζα, είτε επειδή πιστεύουν για τον εαυτό τους, ότι είναι οντότητες ξεχωριστές κι ιδιαίτερες. Στην ουσία, όμως, δε μπορούν να το υποστηρίξουν. Η οποιαδήποτε αντιπαράθεση δεν είναι εποικοδομητική, διότι δεν είναι ουσιαστική.
Αρκετές φορές επιλέγουμε να είμαστε εξαιρετικά αντιδραστικοί σε θέματα και καταστάσεις, που στην πραγματικότητα δεν μπορούμε ν’ επηρεάσουμε ή, ακόμα χειρότερα, δε μας ενδιαφέρει ν’ επηρεάσουμε ή ν’ ανατρέψουμε. Το κάνουμε μόνο για την έννοια του αγώνα, αλλά ο αγώνας από μόνος τους δεν έχει αξία, εάν δεν υπάρχει κι ένας στόχος. Εάν δεν ξέρεις τι θέλεις να κερδίσεις στο τέλος της μάχης.
Σκέψου το σαν έναν αγώνα πιγκ-πογκ. Εάν ο ένας πετάει το μπαλάκι και ο άλλος μόνο αντικρούει, δεν έχει νόημα η παρτίδα. Αν όμως παίζεις για να νικήσεις ή έστω ο στόχος είναι να μην πέσει το μπαλάκι στο πάτωμα, τότε το παιχνίδι αποκτά αξία και νόημα.
Όταν εναντιώνεσαι σε κάτι που εκφράζει ο εκάστοτε συνομιλητής σου (αδερφός, γκόμενα, εργοδότης, μπατζανάκης ή ό,τι άλλο) απλώς και μόνον, επειδή μπορείς, δεν είσαι μάγκας. Βλάκας είσαι και μάλιστα με περικεφαλαία!
Και δε μιλάμε για τις περιπτώσεις εκείνες που μ’ επιχειρήματα μπορείς να υποστηρίξεις όσα λες, διότι η άποψή σου δε συμπίπτει με αυτήν του συνομιλητή σου. Εννοούμε εκείνες τις φορές που θες να κάνεις εντύπωση ή θες να εκνευρίσεις τον απέναντί σου ή απλώς, γιατί έχεις διάθεση να εμπλακείς σ’ έναν άνευ σημασίας και λόγου λεκτικό διαπληκτισμό.
Μπορεί, πάλι, να θες να πετύχεις κάτι πολύ συγκεκριμένο, οπότε εκεί η οποιαδήποτε αντίδραση παίρνει τη μορφή φλερτ, συγκαλυμμένου με μία δόση επιθετικότητας και εκλεπτυσμένης ειρωνείας, που το μόνο που επιθυμεί είναι να ρίξει την άλλη πλευρά στον καναπέ, στο πάτωμα, στο κρεβάτι, δεν έχει και μεγάλη σημασία, πιστέψτε με, το θέμα είναι να επιτευχθεί ο στόχος.
Κι εκεί ο στόχος είναι η επαλήθευση του νόμου «δράσης και αντίδρασης», όπως μας τον μάθαιναν στο σχολείο, ξέρετε, όπου «για κάθε δράση μιας δύναμης, υπάρχει μια αντίθετη δύναμη αντίδρασης».
Ναι, αυτό ακριβώς εννοώ!
Τις φορές εκείνες που είμαστε οι δύο μας σ’ έναν χώρο και υπάρχει μια ένταση που δε καταλαβαίνουμε ακριβώς που να την αποδώσουμε. Με ρωτάς διάφορα κι εγώ σου απαντώ συνειδητά αντίθετα απ’ αυτό που ξέρω ότι περιμένεις ν’ ακούσεις.
Σου πάω κόντρα, έτσι απλά και μόνο για να προκαλέσω την κίνηση εκείνη που τόσο πολύ περιμένω. Σ’ εξωθώ στ’ άκρα, για να δω τα όρια σου. Αντιδρώ με μαθηματική ακρίβεια σε κάθε σου δράση, προκειμένου να κάνω το παιχνίδι μεταξύ μας ακόμα πιο ενδιαφέρον. Άλλωστε μου αρέσει να παίζω με τις λέξεις και το ξέρεις!
Παραδέξου ότι και εσύ επίτηδες προκαλείς τις αντιδράσεις μου με τα όσα κάνεις και λες, επειδή κατά βάθος κι εσένα σ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι.
It takes two to tango, baby.