Ανοίγει τα μάτια και τεντώνεται νωχελικά. Πόσες ώρες κοιμήθηκε, άραγε; Σηκώνεται. Τραβάει τις κουρτίνες και κοιτάζει έξω. Σκοτάδι. Άρα κοιμήθηκε αρκετά. Δεν πειράζει, το είχε ανάγκη, προφανώς. Κι έπειτα, κανένας δε τη βιάζει να κάνει κάτι συγκεκριμένο. Έχει όλο το χρόνο με το μέρος της.
Πάει στο μπάνιο. Ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της και μετά κατευθείαν στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Καθώς οι πρώτες νότες του καφέ γαργαλάνε την όσφρησή της, πιάνει το πακέτο με τα τσιγάρα από τον πάγκο κι ανάβει ένα.
Τετάρτη, σήμερα. Σχεδόν Πέμπτη, δηλαδή. Αύριο και μεθαύριο έχει ρεπό από τη δουλειά. Πόσο πολύ βαριέται αυτή τη δουλειά. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Οι ίδιοι άνθρωποι, ακριβώς οι ίδιες καταστάσεις. Καμία διαφοροποίηση, κανένα ενδιαφέρον. Τίποτε το αναπάντεχο. Είναι όλα υπολογισμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, για τα επόμενα δύο χρόνια.
Δύο χρόνια; Αλήθεια, πόσο καιρό μένει σ’ αυτό το διαμέρισμα; Σχεδόν τρία χρόνια. Από τότε που μετακόμισε σ’ αυτήν εδώ την πόλη.
Όχι, η πόλη αυτή της αρέσει. Κρύβει πολλές εκπλήξεις, εάν ξέρεις να ψάξεις. Έχει κάτι το ιδιαίτερο. Μια περίεργη αύρα. Σίγουρα, δε θα έφευγε εύκολα από εδώ. Και το σπίτι, της αρέσει.
Μόνο τη δουλειά βαριέται, αλλά δεν έχει κι άλλη επιλογή. Όχι, ακόμα, τουλάχιστον.
Είναι που αυτή η μηχανική επανάληψη των ίδιων κινήσεων την κουράζει. Οι επαναλαμβανόμενοι διάλογοι με τους συναδέλφους της, οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους κινούνται μονίμως γύρω από τα ίδια θέματα, την αποδυναμώνουν. Γυρίζει στο σπίτι κουρασμένη, χωρίς καμία ενέργεια.
Σήμερα, όμως, έχει όρεξη. Απόψε, θα βγει. Ώρα τώρα στριφογυρίζει ένα σενάριο στο μυαλό της. Σιγά-σιγά παίρνει μορφή αυτό που σκέφτεται. Διαλέγει τα κατάλληλα ρούχα από τη ντουλάπα της. Το σκηνικό που θα πλαισιώσει το αποψινό έργο. Πρέπει να είναι πειστική. Πιστή στο ρόλο που θα κληθεί να παίξει απόψε.
Περπατάει γι’ ώρα στη νυχτερινή πόλη. Της αρέσει αυτό το αίσθημα ελευθερίας, καθώς περπατάει ανάμεσα σε αγνώστους. Μερικοί γυρνούν και την κοιτάνε. Οι περισσότεροι, όμως, την προσπερνούν. Σαν να ‘ναι αόρατη.
Παίρνει βαθιά ανάσα, ανακατεύει τα μαλλιά της κι ορμάει στο πρώτο μπαρ που βρίσκει μπροστά της. It’s show time.
Δυνατή μουσική, καπνός και χαμηλός φωτισμός. Προχωράει δυναμικά προς το μπαρ. Το πλήθος ανοίγει ενστικτωδώς και την αφήνει να περάσει μπροστά. Ξαφνικά απλώνεται σιωπή τριγύρω της. Σαν να πάγωσε ο χρόνος. Έπειτα ψίθυροι.
Εκείνη κοιτάει με βλέμμα σταθερό τον μπάρμαν και παραγγέλνει ένα πότο. Σκέτο, χωρίς πάγο. Έπειτα, σαν να συνειδητοποιεί τι γίνεται γύρω της, κοιτάει πρώτα τον κόσμο που την περιβάλλει κι ύστερα χαμηλώνει το βλέμμα και το αφήνει να πέσει πάνω στο μπούστο της, όπως το τονίζει το λευκό φόρεμα που φοράει κι ύστερα πιο χαμηλά, στην τούλινη φούστα. Κοιτάει ξανά απολογητικά γύρω της.
«Συγγνώμη, αλλά μόλις το έσκασα από το γάμο μου. Ο παρ’ ολίγον σύζυγος με απατούσε με την αδερφή μου. Μπορώ να έχω άλλο ένα ποτό;»
Και κάπως έτσι, βρέθηκε να λέει μία ιστορία που δεν ήταν αληθινή, ωστόσο τη βίωνε σαν να ‘ναι δικιά της πραγματικά. Γέλασε, χόρεψε, μέθυσε και γνώρισε ένα σωρό ανθρώπους που δε γνώριζε και που ούτε κι επρόκειτο να ξαναδεί, που ήταν όλοι πρόθυμοι να την παρηγορήσουν και να σταθούν δίπλα της. Χωρίς να ξέρουν ποια στ’ αλήθεια ήταν.
Πάντοτε τη συγκινούσε αυτή η γενναιοδωρία των αγνώστων σ’ ένα καλοστημένο σενάριο πόνου και προδοσίας.
Γύρισε σπίτι της, μόνη κι ευτυχής, καθώς ο ήλιος ανέτειλε. Σέρνοντας ένα νυφικό που δεν ήταν δικό της. Από ένα γάμο που κάποτε ήταν να πάει, αλλά η μοίρα της ανέτρεψε τα σχέδια. Για έναν έρωτα που έπρεπε να ζήσει. Πόσα χρόνια πριν; Μια ζωή.
Μα, αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Σε λίγες ώρες όλα θα ‘ταν διαφορετικά πάλι. Οι ρυθμοί θα επανέρχονταν στα φυσιολογικά επίπεδα κι εκείνη θα συνέχιζε τη ζωή της. Με την ανιαρή και συνηθισμένη καθημερινότητά της, μέχρι κάτι αναπάντεχο να συμβεί ξανά.
Καμιά φορά είναι αναγκαίο να παίζουμε κι από έναν ρόλο στη ζωή μας. Όχι μόνο για να διανθίσουμε κάπως την καθημερινότητά μας, όσο για να μπούμε στη διαδικασία να δούμε και να βιώσουμε ορισμένες καταστάσεις κι από άλλο οπτικό πεδίο. Να φιλτράρουμε τα πράγματα από διαφορετικό πρίσμα. Ν’ αποκτήσουμε μια πολυεπίπεδη αντίληψη.
Άλλωστε, ο καθένας από μας κρύβει πολλαπλές προσωπικότητες και καλούμαστε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας να υποδυθούμε κάποιους ρόλους, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα. Κι όχι, δεν πρόκειται για τάσεις πολυσχιδούς σχιζοφρένειας, αλλά για εξερεύνηση των ορίων και των ικανοτήτων μας.
Ίσως, πάλι, πρόκειται απλώς για την επιθυμία να βιώσουμε κάτι που ο «κανονικός» μας εαυτός δε θα έκανε ποτέ, είτε από δειλία είτε από φόβο.
Κι εάν υποτεθεί, ότι σήμερα ξημερώνει μία καινούρια ημέρα, ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανες; Εάν υποθέσουμε, ότι όλα αρχίζουν ξανά, με τι θα ξεκινούσες πρώτα; Εάν είχες την ευκαιρία να είσαι κάποιος άλλος, ποιος θα ήθελες να ‘σαι;