«Οι πιο όμορφες διαδρομές και τα πιο ωραία ταξίδια είναι αυτά που κάνουμε για αγκαλιές.»
Αυτό σκεφτόταν καθώς έδενε μηχανικά τη ζώνη ασφαλείας στο κάθισμά της. Λίγο πριν την απογείωση, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τρεις ώρες τη χώριζαν μέχρι να σμίξουν ξανά. Αυτή τη φορά, για τελευταία φορά. Έτσι είχαν συμφωνήσει, άλλωστε. –
Την ίδια στιγμή, αυτός κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε ένα γλυκό αεράκι που κουνούσε ρυθμικά τα κλαδιά των δέντρων στο πάρκο απέναντι από το σπίτι του. Του θύμισε την κίνηση του κορμιού της. Κοίταξε το ρολόι του. Σε τρεις ώρες ακριβώς, τα σώματα τους θα ενώνονταν ξανά.
Δεν τους νοιάζει να τους καίει η προσμονή. Το γουστάρουν, κιόλας. Θα έλεγε κανείς πως το επιδιώκουν. Το περιμένουν πώς και πώς. Γιατί κατά βάθος ξέρουν και οι δύο πως ό,τι αξίζει να θυμάται κανείς, είναι ό,τι τον έχει κάψει.
Για ποιο λόγο, όμως, μένουν χαραγμένες στη μνήμη μας καταστάσεις, συναισθήματα και άνθρωποι που μας έχουν κάψει; Τι είναι αυτό που τα διαφοροποιεί και τα κάνει να εντυπώνονται στη σκέψη μας; Τι είναι αυτό που τα κάνει να στοιχειώνουν τα βράδια μας και να μας κάνουν ανίκανους να ανταπεξέλθουμε στην καθημερινότητά μας;
Το πάθος.
Η ένταση.
Ο απόλυτος έρωτας.
Το απαγορευμένο.
Ο πόνος που μπορούν να προκαλέσουν όλα αυτά.
Ό,τι δε βγάζει νόημα, προφανώς, βγάζει συναίσθημα. Και το μυαλό είναι προγραμματισμένο να αναπαράγει ό,τι η καρδιά δε μπορεί να διαγράψει.
Και αυτό που θα μείνει, τελικά, στους πρωταγωνιστές της παραπάνω ιστορίας θα είναι μια ανάμνηση. Μια στιγμή αποτυπωμένη σε μία γωνιά του μυαλού τους, που θα ταλαιπωρεί γλυκόπικρα την πραγματικότητά τους. Μόνο όμως εκείνες τις στιγμές που οι ίδιοι θα το επιτρέψουν. Τις ελάχιστες, πολύτιμες στιγμές, που θα είναι αρκετά γενναίοι για να ανταπεξέλθουν στον πόνο που θα τους δημιουργήσει η σκέψη αυτή.
Ο πόνος είναι έντονος, λένε, γιατί πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Αλλά από την άλλη, ποια είναι η χρησιμότητά του; Ότι πονάει, το μαθαίνουμε και δεν το επαναλαμβάνουμε; Μπορεί και να ισχύει αυτό, όταν έχεις πιάσει το μάτι της κουζίνας και αυτό καίει. Ναι, εκεί δε θα ξανακάνεις το ίδιο λάθος. Στον έρωτα, όμως;
Δε λειτουργεί με την ίδια λογική. Στον έρωτα μας αρέσει να πονάμε και, σχεδόν πάντα, επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος, εάν μπορεί κανείς να αποκαλέσει «λάθος» έναν έρωτα.
Όσο έντονος όμως κι αν είναι ο πόνος, κάποια στιγμή υποχωρεί, απαλύνει και ας έχει μείνει το σημάδι από μία πληγή που δεν έχει κλείσει ακόμη. Διότι μπορεί τα σημάδια να μένουν, αλλά οι πληγές σχεδόν πάντα επουλώνονται.
Και όση ηδονή κι αν μας προκαλεί αυτό, γιατί, κακά τα ψέματα, μας αρέσει να πονάμε, τελικά, και να το ζούμε όλο αυτό με τη θεατρικότητα πρωταγωνιστή ελληνικής τραγωδίας, χρειάζονται και κάποια όρια.
Κάπου άκουσα ότι τα όρια δεν κρατούν τους άλλους απέξω, αλλά εμάς τους ίδιους που τα θέτουμε. Παρ’ όλ’ αυτά, μερικές φορές πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας τη χάρη και να βάζουμε όρια, ειδικά όταν κάτι είναι εξαιρετικά επιβλαβές ή όταν το επαναλαμβάνουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα με μοτίβα (αυτό)καταστροφικά.
Από την άλλη, όπως λέει και το τραγούδι «ό,τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό».