Σε κάποια συζήτηση που είχα πρόσφατα κι ενώ με ξεναγούσε ένας φίλος στα μέρη του, μου ανέφερε ότι το χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή του είναι ελάχιστοι, η επικοινωνία με την ενδοχώρα δύσκολη και σχετικά αραιή και πως εάν έχω λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, μπορεί να μου διηγηθεί διάφορες ιστορίες για τους κατοίκους της περιοχής και τις ιδιόμορφες ερωτικές τους περιπτύξεις. Και με τον όρο «ιδιόμορφες», εννοούσε τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε άτομα του ιδίου οικογενειακού κύκλου, του στενού ή και του ευρύτερου.
Όλο αυτό μ’ έκανε ν’ αναλογισθώ, τι μπορεί να οδηγήσει κάποιον άνθρωπο στο να έλκεται ερωτικά από κάποιον άλλον άνθρωπο που τους δένει συγγενικός δεσμός.
Σαν παιδιά μεγαλώσαμε με τη συμβουλή ν’ αγαπάμε τ’ αδέρφια μας, τους γονείς, τα ξαδέλφια και του λοιπούς συγγενείς με μια αγάπη άδολη κι αγνή. Ότι δε χωράει κανένα ερωτικό ενδιαφέρον σ’ αυτές τις κατηγορίες. Παρ’ όλα ταύτα, όλο και κάποιο λανθάνων ερωτικό συναίσθημα μπορεί και να υποβόσκει μερικές φορές, συνειδητά ή και ασυνείδητα.
Ως αιμομιξία, ορίζεται η σεξουαλική σχέση δύο ατόμων, τα οποία συνδέονται με στενή συγγένεια εξ αίματος.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που υπήρξε σύνηθες κατά το παρελθόν και το συναντούσε κανείς, ιδιαίτερα, σε κάποιες βασιλικές οικογένειες ή δυναστείες, προκειμένου να διασφαλισθεί η καθαρότητα και η γνησιότητα της αριστοκρατικής καταγωγής τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κρύβονταν πολιτικοί κι οικονομικοί λόγοι, καθιστώντας την έως κι αποδεκτή.
Ωστόσο, στις περισσότερες χώρες ανά την υφήλιο η αιμομιξία αποτελεί μία αξιόποινη πράξη και θεωρείται ένα τεράστιο κοινωνικό θέμα-ταμπού, ενώ ένα συνηθισμένο αποτέλεσμα είναι κάποια συγκεκριμένα προβλήματα υγείας στους απογόνους που ενδέχεται να προκύψουν από τέτοιου είδους σχέσεις.
Πλέον, συναντάται σε μικρές κι απομονωμένες κοινωνίες, όπου οι κοινωνικές περιστάσεις και οι συνθήκες διαβίωσης το επιτρέπουν κι, ενδεχομένως, το υποθάλπουν με κάποιον τρόπο.
Οι αιμομικτικές σχέσεις, που δύνανται να προκύψουν σ’ ένα ενδοοικογενειακό περιβάλλον, εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες: στη σεξουαλική κακοποίηση –κυρίως ανηλίκων–, στον πειραματισμό –εάν μιλάμε για εφηβικές ή και μετεφηβικές ηλικίες– και, τέλος, σε συνειδητές επιλογές μεταξύ ενηλίκων.
Η πρώτη κατηγορία, η οποία είναι εγκληματική και διώκεται ποινικά, αποτελεί ένα δύσκολο και μεγάλο κεφάλαιο από μόνη της, στ’ οποίο δε θ’ αναφερθώ αυτή τη στιγμή. Θα πω μόνον, από κοινωνιολογικής άποψης ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αναπτυχθεί στους κόλπους μίας οικογένειας απομονωμένης από τον κοινωνικό περίγυρο με άκαμπτα εξωτερικά όρια, αλλά με εσωτερικά όρια, τα οποία είναι διάχυτα και χαλαρά.
Το κομμάτι του πειραματισμού έχει να κάνει περισσότερο με την εξερεύνηση της ερωτικής επιθυμίας, κυρίως κατά την εφηβική ηλικία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται τ’ άτομα του ιδίου οικογενειακού κύκλου να φαίνονται πιο ελκυστικά ή και πιο εύκολα προσβάσιμα, εφόσον οι βασικοί κώδικες επικοινωνίας είναι κοινοί.
Επίσης, σε πόσους δεν έχει τύχει να παραθερίζουν το καλοκαίρι στο χωριό τους, να γνωρίζουν κάποιον ή κάποια που να καλοβλέπουν και, τελικά ν’ ανακαλύπτουν ότι είναι ξαδέλφια που δεν έχει τύχει να γνωριστούν ποτέ; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
Τι γίνεται, όμως, όταν κάποιος διαμένει σ’ έναν τόπο, όπου δε διαθέτει αφενός την πολυτέλεια να φύγει και να γνωρίσει καινούργιο κόσμο, αφετέρου οι διαθέσιμες επιλογές ερωτικού συντρόφου συγκεντρώνονται σε πρόσωπα, κυρίως, συγγενικού χαρακτήρα;
Εκεί στρέφεται κανείς, ίσως κι αναγκαστικά, στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου από τον άμεσο κοινωνικό περίγυρο, όπου οι επιλογές του μπορεί να καταλήγουν σε πρόσωπα συγγενικού χαρακτήρα. Σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται ξεκάθαρα για θέμα επιλογών και διαθέσεων ανάμεσα σε δύο ενήλικες, επιφέροντας και τις συνέπειες μίας τέτοιας πράξης.
Σε κάθε περίπτωση όλα τα παραπάνω αποτελούν αντικείμενα πολύ λεπτών χειρισμών, καθώς κι ένα αρκετά μεγάλων διαστάσεων κοινωνικό ζήτημα, που εξακολουθεί να βρίσκει πάτημα ακόμα και στις πιο σύγχρονες κοινωνίες.