Αναρωτιέμαι μερικές φορές, πόσα πράγματα θεωρούμε δεδομένα στη ζωή μας. Μεγαλώνουμε –λιγάκι εγωιστικά καμιά φορά– και δεν υπολογίζουμε κάποια πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι γονείς μας δε θα είναι πάντοτε στο πλάι μας.

Ο χρόνος κυλάει σαν νερό και μερικές φορές δεν καταφέρνουμε να παρατηρήσουμε τις αλλαγές που σημειώνονται γύρω μας. Συνηθίζουμε να μετράμε το χρόνο που περνάει με τις αγάπες που έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, σαν τρένα κι εμείς πάντα ο σταθμός. Καμιά φορά η αφετηρία, καμιά φορά ο τερματικός και πού και πού απλά μια ενδιάμεση στάση.

Άλλοτε μετράμε το χρόνο σε σχέση με τις σπουδές μας, το στρατό, τις δουλειές που αλλάζουμε, τα ταξίδια που έγιναν ή όσα θέλουμε να κάνουμε.

Εκείνο, όμως, που παραμένει πάντοτε ένα σταθερό σημείο αναφοράς είναι οι γονείς μας. Όπως ένας φάρος στέκει αγέρωχος και φωτίζει το δρόμο στα πλοία, έτσι κι οι γονείς αποτελούν ένα σημείο στον αχανή ορίζοντα και στην τρικυμία που ξέρεις ότι θα ‘ναι πάντα εκεί. Μια ύπαρξη αιώνια και διαχρονική που υπήρχε πριν από εσένα και που θα εξακολουθεί να υφίσταται σε κάθε παράλληλο σύμπαν και χωροχρόνο.

Λάθος.

Όσο είμαστε νέοι, νομίζουμε πως ο χρόνος θα ‘ναι πάντοτε με το μέρος μας. Αυτή είναι κιόλας η αφέλεια της νεότητας, αλλά και η υπεροπτική υπεροχή της. Ο χρόνος θα ‘ναι πάντοτε ένα μέσο που νομίζουμε πως έχουμε τη δύναμη να το διαστρεβλώσουμε. Να το κάμψουμε και να το διαμορφώσουμε υπέρ μας. Νομίζουμε πως μπορούμε να το νικήσουμε.

Ο χρόνος, όμως, περνάει αδυσώπητα γρήγορα γι’ όλους μας και πιο πολύ, ενδεχομένως, για εκείνους που θεωρούμε μια αξία τόσο δεδομένη και σταθερή στη ζωή μας, που δεν αντιλαμβανόμαστε πως ξαφνικά ένα πρωί, ίσως και να μην είναι πια κοντά μας.

Οι γονείς, λοιπόν, μοιραία, όπως όλοι, μεγαλώνουν. Ο μπαμπάς δεν είναι πλέον ο σούπερ ήρωας που τα ξέρει και τα προλαβαίνει όλα. Η μαμά δεν είναι η παντοδύναμη και αεικίνητη φιγούρα που λύνει κάθε μας πρόβλημα και καταλαβαίνει κάθε μας σκέψη, χωρίς καν να την ξεστομίσουμε.

Το συνειδητοποιείς, τελικά, βίαια μια μέρα και ταρακουνιέται συθέμελα το οικοδόμημα της ζωής σου, καθώς αντιλαμβάνεσαι πως αυτοί οι άνθρωποι δε θα ‘ναι δίπλα σου για πάντα. Πως κι εσύ, ακόμα, δεν πρόκειται να ζήσεις για πάντα. Και ότι όλα αυτά μπορεί και να συμβούν εκεί που δεν το περιμένεις.

Ξαφνικά, αρχίζεις να παρατηρείς πράγματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τα ‘χες συνειδητοποιήσει. Ή δεν ήθελες να τα δεις. Σου φαίνεται πως τα μαλλιά τους είναι πιο γκρι ή πιο λευκά, απ’ όσο τα θυμόσουν. Πως καμιά φορά, όταν περπατάτε μαζί, χρειάζεται να κόψεις λίγο ταχύτητα για να σε προλάβουν. Βλέπεις πως όταν χαμογελάνε, οι ρυτίδες τους είναι λίγο περισσότερες απ’ όσες θυμόσουν την τελευταία φορά που πραγματικά τους κοίταξες στα μάτια. Ακούς με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τι σου λένε κι αντιλαμβάνεσαι, πως όσα εσένα σου ακούγονται ως φλυαρίες, στην πραγματικότητα αποτελούν μία ανάγκη για επικοινωνία, η οποία καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Μια λαχτάρα, τόσο ειλικρινής που είναι αφοπλιστική σχεδόν.

Κι έπειτα, είναι κι εκείνη η βασανιστική αγωνία να ‘χουν ξεμπερδέψει με οποιαδήποτε εκκρεμότητα για να μην αφήσουν στα παιδιά τους τίποτε που να τα ταλαιπωρήσει, έστω και στο ελάχιστο. Να παραδώσουν έτοιμο το βασίλειο που έχτιζαν τόσα χρόνια. Να ‘ναι όλα καλογυαλισμένα και το κάθε τι στη θέση του. Να ‘χουν προβλέψει  –πόσο άραγε είναι αυτό εφικτό, Θεέ μου– τα πάντα.

Μα εγώ το μόνο που θέλω να τους φωνάξω, είναι πως δε με νοιάζει τίποτε απ’ όλα αυτά. Δε μ’ αφορά. Θέλω μόνο να ξέρω πως εκείνη η αγκαλιά κι εκείνο το φιλί που γιάτρευε τα πάντα, δε θα μ’ εγκαταλείψουν ποτέ.

Πόσο πιο απλά ήταν όλα όταν ήμασταν παιδιά; Τότε που απλά μια κουβέντα κι ένα βλέμμα ήταν αρκετά για να σε καθησυχάσουν. Για να ξέρεις ότι η Γη γυρίζει και ο μικρόκοσμός σου ήταν ασφαλής. Πόσο πιο περίπλοκα έγιναν ξαφνικά όλα; Γιατί μπερδεύτηκαν έτσι;

Τώρα είσαι εσύ αυτός που αναλαμβάνει να τους διαβεβαιώσει, πως όλα θα πάνε καλά. Περιμένουν από εσένα μια καλή κουβέντα κι ένα χάδι. Αντιστρέφονται οι ρόλοι και γίνεσαι εσύ ο σούπερ ήρωας που θα σώσει τον κόσμο. Εκείνο το μικρόκοσμο που κάποτε μεγάλωσες κι έγινες αυτός ο εξαίρετος νέος που σήμερα καμαρώνουν για σένα σε συγγενείς και φίλους, για το πόσο καλά τα κατάφερες, το πόσο καλό παιδί εξελίχθηκες, να ‘χεις και μια καλή τύχη κι όλα τέλεια.

Ποιος θα υπάρξει άλλος ο μεγαλύτερος θαυμαστής σου κι ο πιο δίκαιος κριτής σου; Ο πιο καλός σύμβουλος και ο πιο πιστός φίλος;

Καμιά φορά από το φόβο πως θα χάσουμε κάποιον, αντί να του δώσουμε περισσότερη προσοχή και σημασία, συμπεριφερόμαστε σαν να μη μας νοιάζει. Δε δείχνουμε την εκτίμησή μας κι όλα όσα αισθανόμαστε γι’ αυτόν στ’ αλήθεια. Κρύβουμε, ίσως, σ’ αυτή τη συμπεριφορά όσα μας πονάνε κι όσα φοβόμαστε. Όλα εκείνα που πεισματικά αρνούμαστε πως κάποια μέρα θα συμβούν.

Διότι τα δεδομένα ανατρέπονται πάντοτε με μαθηματική ακρίβεια και ξεμένουμε στο τέλος με κάτι που είχε συμβολική αξία, αλλά χωρίς καμία χειροπιαστή απόδειξη για ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν και διαδραμάτισαν έναν ρόλο καταλυτικό στη ζωή μας. Μερικές φωτογραφίες μόνο και σκόρπιες, θολές αναμνήσεις από κάτι παιδικά καλοκαίρια.

Χρειάζεται αρκετός χρόνος μέχρι να μάθεις κάποιον καλά, αλλά αυτό που είναι σημαντικό είναι ν’ αφιερώσεις πραγματικά αυτό το χρόνο για να το κάνεις.

Σήμερα, κιόλας.

Ευλογία να μπορείς ν’ αγκαλιάσεις τους γονείς σου και να τους πεις «σ’ αγαπώ». Κάνε το τώρα. Και πες κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ», γιατί μέχρι εδώ που έφτασε ο καθένας από μας, το κατάφερε με την αμέριστη υποστήριξή τους και την αγάπη τους.

Συντάκτης: Νατάσα Χατζηαντωνίου