Γιατί ένα βράδυ να το θυμάσαι περισσότερο από ένα άλλο;
Γιατί ένας άνθρωπος να σε σημαδεύει περισσότερο από κάποιον άλλο;
Δεν έχει σημασία πόσο καιρό γνωρίζεις κάποιον ή πόσο διάστημα πέρασες μαζί του. Αυτό που έχει σημασία είναι το πόσο πολύ σε άγγιξε κάποιος περνώντας από τη ζωή σου. Μπορεί να έμεινε μία στιγμή ή μία αιωνιότητα. Και τα σημάδια του θα μένουν πάντα ανεξίτηλα στην καρδιά σου.
Θα υπάρχουν πάντοτε εικόνες, πράγματα, μουσικές και λέξεις που θα υπενθυμίζουν άλλοτε τρυφερά και νοσταλγικά κι άλλοτε βάναυσα και πικρά τα όσα κάποτε μοιράστηκαν δυο σώματα.
Τείνουμε να εξιδανικεύουμε με το πέρασμα του χρόνου, τον κάθε σημαντικό άνθρωπο που ξόδεψε λίγο από το χρόνο του στο σύμπαν μας. Σμιλεύουμε τις γωνίες ενός σχήματος που μέρα με τη μέρα, καθώς το αναμοχλεύουμε στο μυαλό μας, το θυμόμαστε ολοένα και πιο ακανόνιστα.
Οι λεπτομέρειες, που με τόση ευκολία κάποτε ανασύραμε και τις ξεπατικώναμε πάνω σ’ ένα φανταστικό χαρτί, μοιάζουν να φθίνουν, να χάνονται πίσω από ένα θολό τοπίο και πλέον δεν είμαστε σίγουροι ποιο σημείο ανήκει πού, ποια γραμμή ενώνει τη μία τελεία με την άλλη.
Αν υποθέσουμε πως κάθε σώμα αποτελεί έναν χάρτη, τότε έχουν αποτυπωθεί πάνω του χιλιάδες διαδρομές, ατελείωτα παρακλάδια, ατέρμονοι κύκλοι και διαρκή πήγαινε-έλα. Τις διαδρομές αυτές είμαστε σε θέση να τις ακολουθούμε νοητά, στην αρχή με βεβαιότητα, βήμα το βήμα.
Έπειτα από λίγο καιρό -και αυτό ποικίλλει για τον καθένα- κοντοστεκόμαστε κάθε δυο-τρία βήματα, γιατί δεν είμαστε σίγουροι πώς πάει ο δρόμος. Ξεχνάμε, χάνουμε το δρόμο, επιστρέφουμε στην αρχή, ξεκινάμε ξανά τη διαδρομή και στο τέλος κουραζόμαστε για να θυμηθούμε και τα παρατάμε.
Έτσι είναι.
Κάποτε η θύμηση κρατάει μόνο τα πολύ απαραίτητα. Τα υπόλοιπα τα αμπαλάρει σε ένα χαρτοκιβώτιο, το οποίο και το ταξινομεί με σειριακό αριθμό στη θέση του. Θα το ανασύρει ξανά μόνον, όταν θα δοθεί το κατάλληλο ερέθισμα. Σε χρόνο πραγματικό.
Και στο ξεπακετάρισμα θα σε βοηθήσει ο ίδιος σου ο εαυτός.
Είναι μυστήριο, αλήθεια, το πώς οι αισθήσεις μας έχουν μνήμη.
Πρώτα θα σε συνεπάρει η μυρωδιά, γιατί, όπως λένε, είναι η πιο άμεση και η πιο ακριβής απ’ όλες τις αισθήσεις. Έχει την ικανότητα ν’ ανασύρει σε κλάσματα δευτερολέπτου άθικτες τις μνήμες μας από εκεί που τις έχουμε καταχωνιάσει.
Έπειτα το βλέμμα θ’ ανατρέξει γοργά για να επιβεβαιώσει τα όσα οσφράνθηκες. Να σιγουρέψει κι αυτό με τη σειρά του πως δεν παίζει παιχνίδια το μυαλό σου.
Κι ύστερα η αφή θα σου θυμίσει ξανά διαδρομές αγαπημένες, χιλιοπερπατημένες, λες και δεν πέρασε ούτε μία μέρα από την τελευταία φορά που διένυσες τρέχοντας αυτούς τους δρόμους.
Κάτι το οποίο το μαθαίνεις, σπάνια το ξεχνάς και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αφή θα κάνει και πάλι το θαύμα της.
Όπως αγγίζεις, έτσι θα θελήσεις να γευθείς και κάθε σπιθαμή απ’ αυτό το σώμα. Κάθε φιλί, λαίμαργα στην αρχή και στη συνέχεια με περισσότερη αυτοκυριαρχία, θα σου ξεκλειδώσει κάθε αμφιβολία.
Ναι, κάθε πράγμα είναι στη θέση του. Εκεί ακριβώς που το ‘χες αφήσει.
Και τέλος, τα λόγια, που θ’ ακούσεις στην αρχή κι έπειτα τ’ άλλα που θα πεις, θα επισφραγίσουν αυτή τη διαδρομή.
Πλήρωσες το αντίτιμο. Το εισιτήριο εκδόθηκε κι είμαστε έτοιμοι για την αναχώρηση.
Επιμέλεια Κειμένου Νατάσας Χατζηαντωνίου: Κατερίνα Κεχαγιά.