Αν με ρώταγε ποτέ κανείς τι νιώθεις για τον παππού σου και τη γιαγιά σου που έφυγαν, θα έλεγα νοσταλγία. Κανένας δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει. Η στοργή, η στήριξη, η αγάπη, η τρυφερότητα κι η φροντίδα που μου προσέφεραν απλόχερα η γιαγιά μου κι ο παππούς μου, ήταν το πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσε να μου χαρίσει ποτέ κανείς σ’ αυτή τη ζωή. Δε θα ξεχάσω τις κουβέντες τους, τις ατάκες τους και τις συμβουλές τους, γι’ αυτό και θα τις μοιραστώ σ’ αυτό το άρθρο μαζί σας.

 

«Έλα να σου δώσω λεφτά να πάρεις καινούργια ρούχα! Όλα σκισμένα είναι, τα γδέρνεις απ’ εδώ κι από εκεί- δε γίνεται να κυκλοφορείς έτσι! Κι αν χαλάσουν κι αυτά θα πάρουμε κι άλλα.»

Ενώ ήξεραν πολύ καλά πως μπορεί και να είχα. Πάντα όμως θέλανε να με βλέπουν με καινούργια, να μη μου λείπει τίποτα, να νιώθω ότι τα έχω όλα, ακόμα κι αν αυτό που μου αγόραζαν ήταν κάτι μικρό.

 

«Του παιδιού μου το παιδί είναι δύο φορές παιδί μου»

Και το εννοούσαν. Την αγάπη που πρόσφεραν σε μένα, δεν την έχουν λάβει οι γονείς μου σ’ αυτό τον βαθμό και για κανέναν λόγο· απορούν ακόμα κι οι ίδιοι μερικές φορές.

 

«Μην κλαις τώρα και με σττεναχωράς.» 

Αν μ’ έβλεπαν έστω και λίγο να σκοτεινιάζω, έχαναν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Αν πάλι ήταν οι γονείς μου που με στεναχώρησαν, μαύρο φίδι που τους έφαγε.

 

«Έλα να φας σε παρακαλώ, αδυνάτισες, πετσί και κόκκαλο έχεις μείνει»

Κι ας επέμενες εσύ ότι σε «μπουκώνουν» και δεν αντέχεις άλλο. Η αγωνία της γιαγιάς και του παππού να φας για να μεγαλώσεις και να ψηλώσεις ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Κι αυτό γιατί στην εποχή τους, το στερήθηκαν το φαγητό και δε θα επιτρέψουν να συμβεί ξανά σε αγαπημένο τους άνθρωπο.

 

«Πάρε αυτά να πιεις ένα καφέ ή μια λεμονάδα»

Δίνοντάς σου το λιγότερο 20€ από το υστέρημά τους, κρυφά στη χούφτα λες και σου δίνουν ηρωίνη. Γιατί ήτανε δίπλα σου, γιατί καταλαβαίνανε τις ανάγκες σου, γιατί ήθελαν να σε βοηθήσουν, γιατί θεωρούσαν ότι εσύ τα έχεις περισσότερο ανάγκη από εκείνους.

 

«Σπίτι σου είναι κι εδώ παιδάκι μου»

Θαρρείς πως εσύ ένιωθες το αντίθετο; Αφού από μικρή ηλικία εκεί μέσα αλώνιζες και το αισθανόσουν καλύτερα κι από το ίδιο σου το σπίτι, γνώριζες κάθε γωνιά, κάθε σημείο του, κάθε μυστικό του. Αφού τον περισσότερο χρόνο ήθελες να τον περνάς εκεί με τη γιαγιά και τον παππού.

 

«Φόρα κάτι πάνω σου μην πουντιάσεις»

Κι ας ήταν κατακαλόκαιρο με ένα ελαφρύ βραδινό summer breeze. Ήταν αρκετό για να πάθουν υστερία πως θ’ αρρωστήσεις και θα σ’ έβλεπαν να υποφέρεις.

 

«Βγάζεις 100€, βάλε τα 20€ στην άκρη»

Οι άνθρωποι που ζούσαν πάντα με τον φόβο να μη λείψει τίποτα. Να μην εκτεθείς, να μη μείνεις χωρίς κάποιον να σε στηρίζει, να μη σε πιάσει η ζωή απροετοίμαστο. Εκείνοι που έζησαν χωρίς τίποτα και θέλουν εσύ να μην το βιώσεις ποτέ.

Κάποτε ρώτησα τον παππού μου ποιες ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του και μου απάντησε «Οι ημέρες, τα χρόνια που δούλευα» και μου ‘χει μείνει. Μου είχε πει ότι ένιωθε απαραίτητος, σημαντικός, ότι πρόσφερε κι ότι κι εγώ θα ήθελε ν’ ακολουθήσω αυτό τον δρόμο. Ο παππούς κι η γιαγιά. Οι δεύτεροι γονείς μας, εκείνοι που μας μεγάλωσαν, εκείνοι που έκλαιγαν με δάκρυα και στις χαρές και στις λύπες μας. Εκείνοι που δε θα ξεχάσουμε ποτέ και που, αν υπάρχουν ακόμα στη ζωή μας, πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας πολύ τυχερό. Εκείνοι που όσα είπαν, ίσως, κάποια μέρα να τα πούμε κι εμείς στα εγγόνια μας.

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Βασιλική Ασλόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου