Όλοι, λίγο-πολύ, αγαπάμε κι έχουμε ασχοληθεί με κάποιο άθλημα. Για τη γυμναστική μας, για την υγεία μας, για το χόμπι μας, για να παίξουμε μαζί με φίλους, για χατίρι των παιδιών μας, για εκτόνωση και διασκέδαση, ενώ φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που το βλέπουν πολύ πιο σοβαρά και το ακολουθούν πειθαρχημένα, στοχεύοντας στον πρωταθλητισμό ή (και) αντιμετωπίζοντάς το επαγγελματικά.
Απ’ τα πρώτα μας χρόνια και την παρθενική μας ενασχόληση με τις αθλητικές δραστηριότητες, σε γειτονικές και σχολικές αυλές, τα πιο κοινά παιχνίδια που παίζαμε όλοι ήταν το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και το βόλεϊ. Δημοφιλή κι αναγνωρισμένα, με αθλητές-πρότυπα κι εκατομμύρια φανατικούς οπαδούς ανά τον κόσμο, μας τραβούσαν σαν μαγνήτης και γούρλωναν τα παιδικά μας μάτια από έκπληξη. Κάποιοι γράφονταν σε ομάδες μαζί με τους φίλους τους κι άλλοι αυτοσχεδίαζαν στις αλάνες.
Υπήρχαν, όμως, και κάποιοι, στατιστικά πολύ λιγότεροι, που κυνηγούσαν μια άλλη, πιο μικρή, μπάλα. Ένα εναλλακτικό άθλημα, το οποίο δεν είναι ομαδικό αλλά μπορεί εξίσου να παθιάσει και να ενώσει και που, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αποκτά κι αυτό τη λάμψη που του αξίζει είναι το τένις. Πόσο μάλλον τώρα που ο Στέφανος Τσιτσιπάς, αυτός ο μεγάλος Έλληνας τενίστας, έχει αναδείξει το συγκεκριμένο άθλημα, τόσο με τις επιτυχίες του, όσο και με τον σκληρό αγώνα, τη διαρκή προσπάθεια και τις αξιοπρεπείς ήττες, που περιέχει πάντα ο αθλητισμός, κερδίζοντας τον θαυμασμό μας και κάνοντάς μας να παρακολουθούμε κάθε του αγώνα με κομμένη την ανάσα.
Λίγα λόγια, λοιπόν, όσον αφορά ιστορικά δεδομένα για το τένις –με την αγγλική του ονομασία– ή αλλιώς αντισφαίριση, ελληνιστί. Ένα σύγχρονο αθλητικό παιχνίδι που αποκτά ολοένα και περισσότερους άμεσους ή έμμεσους υποστηρικτές. Με προέλευση την Ευρώπη, προς το τέλος του 19ου αιώνα, η αντισφαίριση διαδόθηκε πρώτα σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο, ιδιαίτερα μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, κι άρχισε να εξαπλώνεται σιγά-σιγά παγκοσμίως με ολοένα μικρά αλλά σταθερά βήματα. Στα πρώτα χρόνια, το τένις θεωρούνταν πως απευθυνόταν μόνο στους ευγενείς και τους καθώς πρέπει, κι ακόμα και πριν κάποια χρόνια θεωρούνταν ακριβό κι ελιτίστικο σπορ. Πλέον, το στερεότυπο αυτό έχει αρχίσει να ξεπερνιέται, καθώς το τένις (όπως και κάθε άθλημα) είναι για όλους -ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης.
Κι είναι, πράγματι, μαγεία να παρακολουθείς έναν αγώνα τένις, πόσο μάλλον να παίζεις. Βλέπεις τη δυναμικότητα της κάθε κίνησης σε όλο της το μεγαλείο. Πιο συγκεκριμένα, κάθε αγώνας χωρίζεται σε σετ. Για τις γυναίκες, για να κερδίσουν τον αγώνα. χρειάζονται δύο νικηφόρα σετ, ενώ οι άντρες χρειάζονται τρία νικηφόρα σετ σε παιχνίδια γκραν σλαμ, όπως λέγονται, και δύο νικηφόρα σετ σε όλα τα άλλα. Κάθε σετ κερδίζεται με έξι τουλάχιστον νικηφόρα games (παιχνίδια). Χρειάζεται να υπάρχει διαφορά δυο γκέιμ για να κερδηθεί ένα σετ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που το σετ έχει έρθει ισόπαλο 6-6. Η νίκη του σετ τότε καθορίζεται με παράταση (tie-break). Στην παράταση μετρούνται οι κερδισμένοι βαθμοί κι όποιος φτάσει τους 7 βαθμούς κι έχει διαφορά 2 βαθμών απ’ τον αντίπαλο κερδίζει το γκέιμ, και συνεπώς το σετ. Υπάρχει η τάση τα σετ να καθορίζονται σε παράταση (tie-break), εκτός απ’ το τελευταίο σετ το οποίο συνεχίζεται να παίζεται μέχρι να επιτευχθεί η διαφορά των δύο γκέιμ. Το βρίσκουμε ενδιαφέρον, να συνεχίσω;
Το εναρκτήριο χτύπημα το οποίο χρησιμοποιεί ο τενίστας για να ξεκινήσει ένα πόντο είναι το σερβίς κι υπάρχουν πολλών ειδών σερβίς, γενικά. Το flat σερβίς, το american Twist σερβίς, το Slice/Sidespin σερβίς, το Reverse Slice/Reverse Sidespin σερβίς, ορισμένα απ’ τα παραδείγματα. Και μόνο που τα προφέρεις δε βγάζουν μια δυναμική; Κι αυτή είναι απλώς η αρχή. Άμα ξεκινάς καλά ένα σερβίς, έχεις κάνει μια εξαιρετική αρχή στο να κερδίσεις ένα γκέιμ.
Αυτό που κάνει, όμως, πραγματικά ενδιαφέρον ένα παιχνίδι είναι ένας καλός αντίπαλος. Τότε είναι που μπορείς να βάλεις σε εφαρμογή όλα σου τα χτυπήματα και θες να τα δώσεις όλα για έναν μοναδικό αγώνα, που ακόμα κι αν δεν τον κερδίσεις, θα έχεις σίγουρα απολαύσει τη διαδικασία και θα ‘χεις αποκτήσει λίγη ακόμη εμπειρία.
Και να τα χτυπήματα με το forehand –ένα απ’ τα βασικά χτυπήματα για δεξιόχειρες– που ξεκινούν απ’ τη δεξιά πλευρά του κορμού, συνεχίζοντας μπροστά στον κορμό ενώ γίνεται η επαφή με την μπάλα, και τελειώνουν με το χέρι στην αριστερή πλευρά του κορμού.
Απ’ την αριστερή πλευρά, τώρα, έχουμε το backhand, όπου συνεχίζει μπροστά στον κορμό ενώ γίνεται η επαφή με την μπάλα, και τελειώνει με το χέρι στη δεξιά πλευρά του κορμού. Πόσο ύπουλο απ’ την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί το βολέ, όπου με μία λεπτεπίλεπτη κίνηση του καρπού σου μπορείς να ξαφνιάσεις τον αντίπαλό σου, καθώς πραγματοποιείται πριν η μπάλα αναπηδήσει στο έδαφος, κοντά στο φιλέ, ώστε να πάρεις τον πόντο.
Υπάρχουν πολλά χτυπήματα όπου ένας τενίστας μπορεί να χρησιμοποιήσει –drop shot, lob, overhead smash– αλλά εμείς θα σταθούμε στο τελευταίο, το overhead smash, ένα δυνατό χτύπημα πάνω απ’ το ύψος του κεφαλιού που μοιάζει με το σερβίς. Ξαφνιάζει τόσο πολύ τον αντίπαλο επίσης, είναι και σαν επίδειξη ικανοτήτων κάθε φορά που ο τενίστας χρησιμοποιεί ένα τόσο δυνατό χτύπημα στον αντίπαλό του. Ένα πραγματικό σόου.
Κι αν η θεωρία σε κούρασε, μένει μόνο να περάσεις στην πράξη για να καταλάβεις το ψυχολογικό πουσάρισμα που θα σου προσφέρει μια παρτίδα τένις. Γιατί εκτός του ότι γυμνάζει ολόκληρο το σώμα, είναι ένα σπορ που σου μαθαίνει την αξία της αυτοσυγκέντρωσης. Μέσα απ’ αυτό μπορείς να αναπτύξεις δύναμη, καλή φυσική κατάσταση, αντοχή κι ευλυγισία. Σε διδάσκει το νόημα της αυτοσυντήρησης και της αυτοκυριαρχίας, καθώς θα πρέπει να μάθεις να ‘χεις την υπομονή και τον έλεγχο, εντός αλλά κι εκτός γηπέδου. Να μην ξεχνάμε ότι ενισχύει, παράλληλα, και την παρατηρητικότητα και κρατάει σε απόλυτη ισορροπία σώμα και πνεύμα. Το κυριότερο; Απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες.
Τένις, λοιπόν. Για ‘μας που το αγαπήσαμε πριν γίνει μόδα και για όλους εκείνους που θα το αγαπήσουν αληθινά και δε θα το παρατήσουν, ακόμα κι αν πάψει κάποτε να ‘ναι στη μόδα. Μια δοκιμή θα σε πείσει!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη