Αυτές οι γιαγιάδες μας τελικά πρέπει να έχουν μαντικές ικανότητες. Δεν εξηγείται αλλιώς με κανέναν ευρέως αποδεκτό νόμο και καμία εμπεριστατωμένη επιστημονικά θεωρία πώς γίνεται και τα ξέρουν όλα. Τις περιπαίζουμε εμείς, τις προσπερνάμε γιατί θαρρούμε πως έχουν τάχα απαρχαιωμένα μυαλά, αλλά κάπως μας παραβγαίνουν στις στροφές κι επαληθεύονται και πάλι.

Όπως όταν εμείς τις λέμε περίεργες και με το δίκιο μας εδώ που τα λέμε αφού μονίμως κάτι τους ενοχλεί, εκείνες όμως αποκρίνονται πως όταν μεγαλώσουμε θα γίνουμε ακόμα πιο περίεργοι και θα τις καταλάβουμε. Σχεδόν υπεροπτική αυτή η σιγουριά τους, έχε χάρη που είναι οι αδυναμίες μας και δεν μπορούμε να τους αντιταχθούμε.

Κοίταξε όμως που σαν να έχουν δίκιο για ακόμα μία φορά. Από τα πιο ανεξήγητα πράγματα με τις γιαγιάδες ήταν εκείνος ο χρυσός κανόνας του «οι μικρότεροι πρέπει πάντα να παίρνουν τηλέφωνο τους μεγαλύτερους». Κι αν δεν παίρναμε φυσικά, να τα παράπονα κι οι κατηγορίες «δε μ’ αγαπάς, με ξέχασες» κι άλλα δακρύβρεχτα. Και γιατί, βρε χρυσή μου, δεν έπαιρνες εσύ ένα τηλέφωνο; Κι όμως σήμερα αν δεν μας πάρει κάποιος πρώτος τηλέφωνο μπαίνει χωρίς περιστροφές στη μαύρη λίστα, ούτε καν περιθώριο εξηγήσεων δε δίνουμε. Πρώτα θα πέσουν οι δεσμοί κι ύστερα ο εγωισμός.

Πότε ξεκινήσαμε να παρεξηγιόμαστε με το παραμικρό άραγε και να κάνουμε επίθεση στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μας επειδή δε μας άρεσε το βλέμμα τους; Επειδή μας φάνηκε σαν να μας στραβοκοίταξαν και δε μας μίλησαν όπως ακριβώς θέλαμε; Οι γιαγιάδες μας κάτι μας λέγανε για μία αρετή που ονομάζεται υπομονή και που μάλλον έχει πάρει αγκαζέ την κατανόηση κι έχουν δραπετεύσει σε μέρη εξωτικά.

Μα γιατί είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν όλοι τι ακριβώς σκεφτόμαστε και να μας πούνε αυτό ακριβώς που θέλουμε ν’ ακούσουμε; Όχι δεν είμαστε απαιτητικοί, πολύ απλά ξέρουμε τι θέλουμε από τη ζωή μας και περιμένουμε να το εισπράξουμε στο έπακρο.

Απ’ την άλλη, είναι κι εκείνοι οι τύποι, οι λεγόμενοι ξερόλες, που έχουν μια απάντηση σε οτιδήποτε τους ρωτήσεις κι είναι απελπιστικά σίγουροι πως είναι αυθεντίες. Μα να μην έχουμε και πρόχειρο το πιεσόμετρο, να μετρηθούμε και να πάρουμε και κανένα υπογλώσσιο;

Ίσως τελικά να υπάρχει μια συγκεκριμένη ηλικία που άπαξ και την περάσουμε, ξεκινάνε να μας ενοχλούνε πράγματα που μέχρι χθες φάνταζαν αστεία. Ο τρόπος που κοπανάει το πληκτρολόγιο ο συνάδερφός μας για παράδειγμα, λες και χτυπάει ανελέητα σέικερ και φοβάται μην τυχόν δεν του λιώσουν τα παγάκια.

Εκείνες δε, οι τρεις τελείες στα επαγγελματικά email που φωνάζουν σαρκασμό και το άλλο το θαυμαστικό που φωνάζει γενικώς – κραυγαλέες αιτίες πονοκεφάλων κι ανυπόστατης έντασης.

Είναι κι αυτός ο κόσμος που στριμώχνεται κάθε μέρα στο μετρό και σπρώχνουν να χωθούν σε κάθε πιθανή γωνία, φωνάζουν και παραπονιούνται, προκαλούν μια αναστάτωση και μας πονοκεφαλιάζουν. Ανεξάρτητα αν το επόμενο πρωί προσπαθούμε να προλάβουμε το τρένο να φτάσουμε μια λογική ώρα στη δουλειά κι εκνευριζόμαστε με ‘κείνους τους τύπους που έχουν φράξει τις πόρτες και δεν κινούνται προς τα μέσα. Έτερον εκάτερον.

Τσιτώνουμε το νευρολογικό μας σύστημα για λόγους μηδαμινής σημασίας κι όχι τίποτα άλλο, θα βγάλουμε και ρυτίδες. Νεύρα υπάρχουν πολλά και κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Να φταίνε άραγε αυτά που γίναμε περίεργοι ή μήπως γίναμε απλώς πιο επιλεκτικοί και δεν ανεχόμαστε πολλά; Προσέξτε πριν απαντήσετε γιατί ξέρετε τι θα πει η γιαγιά: «Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις».

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ευαγγελοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ευαγγελοπούλου