Δε ζητάμε πολλά, όχι. Μερικές φορές, όμως, καταφέρνουν να μας πείσουν πως ζητάμε τον ουρανό με τ’ άστρα. Ποιοι; Όσοι επιλέξαμε να μοιραστούμε το δικό μας «σε θέλω» μαζί τους.
Γινόμαστε απαιτητικοί, γινόμαστε εγωιστές, πολλές φορές καταλήγουμε να ζητάμε το «κάτι» από ένα μεγάλο τίποτα. Και φυσικά είναι πολύ πιθανό να μην το πάρουμε και ποτέ. Γιατί τι θα μπορούσε να δώσει το «τίποτα» στο «κάτι»; Το διεκδικούμε, όμως, το παλεύουμε με νύχια και με δόντια γιατί το δικό μας «σε θέλω» ψάχνει να βρει ανταπόκριση. Είναι σαν μία πρόταση που της λείπει το τέλος και γι’ αυτό το αναζητά. Ψάχνει να βρει κάτι να την ολοκληρώσει, να αντικαταστήσει την άνω τελεία –που έχει αναγκαστεί να βάλει– με ένα θαυμαστικό.
Δε χορταίνει το πραγματικό «σε θέλω» με ψίχουλα. Δε χορταίνουν οι μεγάλοι έρωτες με μερικές στιγμές ενθουσιασμού. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, οι μεγάλοι έρωτες δε χορταίνουν. Συμβιβασμοί κι υποχωρήσεις παντού. Γιατί οι άνθρωποι είμαστε υπέροχα πλάσματα. Βάζουμε στην άκρη ανάγκες, βάζουμε στην άκρη απαιτήσεις. Κάνουμε χώρο στην ψυχή μας για να μπορέσει να χωρέσει άλλη μία. Εκείνη η μία που πιστεύουμε πως θα μας κάνει και πάλι ολόκληρους. Όταν ερωτευόμαστε κλείνουμε τα μάτια σε όσα δε μας κάνουν.
Γεμίζουμε με όσα είδαμε κι όσα αισθανθήκαμε τις πρώτες στιγμές πριν εισχωρήσουμε σε αυτό το παραλήρημα του έρωτα. Τα υπόλοιπα τα αφήνουμε στην άκρη. Κι αυτή η άκρη γεμίζει μέρα με τη μέρα με όσα δε θα ερωτευόμασταν ποτέ σε αυτόν τον άνθρωπο.
Λίγο πριν αποφασίσουμε να μετακομίσουμε από αυτό το αχούρι, αναζητάμε εκείνο το τελευταίο «σε θέλω» που έχει ξεμείνει κάπου εκεί μόνο του σε αυτή την άκρη, κρυμμένο κάτω από όλα τα προβλήματα κι όλες τις αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει. Κρυμμένο και ξεχασμένο περιμένει να πάρει μια απάντηση.
Αναζητάμε την ασφάλεια, αναζητάμε ένα δείγμα επιβεβαίωσης πως δε δώσαμε όλο αυτό τον αγώνα να κρατήσουμε κάτι που δεν άξιζε. Ψάχνουμε όλους αυτούς τους λόγους που θα μας κρατήσουν εδώ. Θέλουμε να μας τους εξηγήσουν έναν προς έναν κι ας είναι η εκατοστή φορά που το ζητάμε.
Η σχέση δεν επαναπαύεται ποτέ. Είμαστε γεμάτοι ανασφάλειες, αλλά αυτές τις ανασφάλειες είναι που ερωτευόμαστε ο ένας στον άλλον. Αν είμαστε τέλειοι, αν είμαστε αψεγάδιαστοι, πώς θα μπορέσουμε να τσαλακωθούμε μαζί για να δημιουργήσουμε κάτι ιδιαίτερο, κάτι δικό μας; Επιλέγουμε εκείνον τον άνθρωπο που θα μας αγαπήσει γι’ αυτές και που θα τις κάνει να μοιάζουν λίγο πιο μικρές, λίγο πιο ανούσιες μπροστά σε αυτό που ζούμε μαζί του.
Τα μεγάλα πάθη, λοιπόν, είναι για να σε γεμίζουν μέχρι επάνω, να μη χωράς άλλο. Να σου χαρίζουν απλόχερα τις απαντήσεις που ζητάς. Κι άμα δυσκολεύονται να τις μεταφράσουν σε λέξεις, πάντα θα υπάρχουν κι οι πράξεις. Να σου υπενθυμίζουν συχνά γιατί το τόλμησες, γιατί το ρίσκαρες και γιατί περίμενες υπομονετικά για να φτάσετε μαζί εδώ που βρίσκεστε σήμερα.
Με λίγα λόγια η σωστή απάντηση στο «σε θέλω» είναι –και θα είναι πάντα– το «με έχεις». Κάπως έτσι βάζουμε φωτιά στις αμφιβολίες και καίμε τους δισταγμούς. Κάπως έτσι μπορούμε να ξεπερνάμε ό,τι δύσκολο προκύψει και προχωράμε μαζί, όπως ξεκινήσαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη