Πρώην. Μια λέξη που κλείνει ένα κεφάλαιο και τη σχέση που είχες μ’ έναν άνθρωπο. Κανένα κλειδί, όσο περίτεχνα φτιαγμένο κι αν είναι δεν είναι ικανό να κλείσει για πάντα το σεντούκι των αναμνήσεων. Άλλωστε η ζωή μας είναι σαν το εσωτερικό καθρεφτάκι στο αυτοκίνητο. Το βλέπεις για να το συμβουλευτείς αλλά αν μείνεις να το κοιτάζεις, απλά θα τρακάρεις.
Άνθρωποι φεύγουν κι άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας. Ο χρόνος παίρνει στο διάβα του σχέσεις και φέρνει καινούργιες αλλά είναι ανίκανος να πάρει μαζί του στιγμές κι αναμνήσεις.
Δε μου λείπεις εσύ. Μου λείπουν όμως όλα έζησα με σένα. Οι ωραιότερές μου αναμνήσεις ταυτίστηκαν με σένα. Μου λείπει η καθημερινή επικοινωνία που είχαμε για οποιοδήποτε ζήτημα. Από το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο σημαντικό. Που άκουγες, χωρίς να διαμαρτύρεσαι, τα παράπονα που έχω από τη δουλειά μου, για τις άσχημές μου μέρες, για όταν δεν άντεχα εγώ τον εαυτό μου.
Μου λείπει ο αυθορμητισμός σου. Που ενώ καθόμασταν στη βεράντα μας και μιλούσαμε για το κλάδεμα στις τριανταφυλλιές, μου λες «Πάμε μια βόλτα;». Μετά από δυόμιση ώρες βρεθήκαμε σε ένα κολπίσκο που είχες ανακαλύψει παλιότερα κι ερχόσουν κάθε φορά που είχες ανάγκη να μείνεις με μόνη παρέα τον εαυτό σου, τ’ αστέρια και τη θάλασσα. Ήθελες όπως είπες το «καταφύγιό» σου να γίνει το «καταφύγιό μας». Που ήθελες να πάμε σε ψαροταβέρνα έστω κι αν ήξερες πως εγώ στο τέλος μόνο καλαμάρι με πατάτες και σαλάτα θα έτρωγα. Κι ενώ σου έλεγα να πάμε έστριβες πάντα για το δρόμο με το αγαπημένο μου μπεργκεράδικο της πόλης. Σου άρεσε να βλέπεις την έκπληξη αλλά και την χαρά που ένιωθα κάθε φορά που αναγνώριζα την ικανότητά σου να διαβάζεις τη σκέψη μου.
Μου λείπει η δοτικότητα σου. Εγώ δεν την μετρούσα στα μεγάλα πράγματα. Την αναγνώριζα όμως καθημερινά σε μικρά καθημερινά. Μου λείπει το χιούμορ σου που ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με το γέλιο σου. Η σιωπηλή επικοινωνία που είχαμε όταν ήθελες να κάνεις πλάκα για κάτι και ζητούσες με τον τρόπο σου από μένα να τη συνεχίσω. Γιατί ήξερες πως μόνο τότε θα είχε απόλυτη επιτυχία. Μου λείπουν οι βραδιές karaoke κι οι μίνι συναυλίες που διοργανώναμε οι δυο μας κι ας ήξερα πιο πολλά τραγούδια από σένα.
Μου λείπουν οι μαγειρικές σου δεξιότητες. Τα πιο ωραία κανελόνια τα έχω φάει απ τα χεράκια σου κι ας έκανες την κουζίνα να μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο, με τις κατσαρόλες, τα πλακάκια της κουζίνας, το πάτωμα και τον νεροχύτη που έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί από την υπερφόρτωση μαγειρικών σκευών.
Μου λείπει στιγμές που ένιωθα χαρά μαζί σου κάνοντας απλά τίποτα. Με ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ στο χέρι, χειμώνα και καλοκαίρι, καθισμένοι στα σκαλιά της μπροστινής βεράντας του σπιτιού μας. Απλά κουβεντιάζαμε και συνήθως γελούσαμε δυνατά. Για τις πλάκες που έκανες στη μάνα μου για τα μαλλιά της που φούσκωσαν απότομα κι ας ήξερες πως μόλις είχε έρθει από κομμωτήριο, που κρυβόσουν πίσω απ τις κουρτίνες υπομονετικά να την τρομάξεις την ώρα που θα σκούπιζε κι ας ήξερες πως μετά θα σ’ έβριζε για ώρα. Ήξερες πως μετά θα το ξεχνούσε. Μου λείπουν οι κουβέντες μας αλλά και το πόσο γελούσες.
Τις στιγμές που μοιραστήκαμε μ’ έναν άνθρωπο πρέπει να τις κρατήσουμε σαν μοναδικό φυλακτό που μόνο εμείς μπορούμε να έχουμε. Οι κύκλοι είναι για να κλείνουν. Όμως το εμβαδό τους περιέχει όλα εκείνα τα μαθήματα που πήραμε από κάθε ιστορία. Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στο χωρισμό είναι πολλοί. Η φθορά, οι διαφορετικές επιλογές, η απόσταση, η προδοσία. Λόγοι που μπορεί στην αρχή λόγω καψούρας να μην έβλεπες αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν δράση και ξεσκόνισαν όλ’ αυτά που καμουφλαρίστηκαν περίτεχνα. Μην αφήσεις όμως όλον αυτό τον παραλογισμό της πίκρας και της απογοήτευσης να σου στερήσει τη θύμηση όλων των αναμνήσεων, των στιγμών που επισφραγίστηκαν με παθιασμένα φιλιά κι ερωτικά χάδια, τα γέλια ή την πληρότητα –έστω και προσωρινή- που ένιωθες με τον άλλο. Όσο άσχημα κι αν έκλεισε η αυλαία της δικής σας παράστασης.
Έτσι κι εγώ θα σε θυμάμαι πάντα. Κι ας τελείωσε. Τουλάχιστον κάποτε, είχε αρχίσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου