Ένα πράγμα που έχω συνειδητοποιήσει απ’ την ελληνική τηλεόραση είναι πως οι ανάγκες του Έλληνα είναι δύο, το τραγούδι και το φαγητό. Εκπομπές και διαγωνισμοί μαγειρικής έχουν κατακλύσει όλες τις τηλεοπτικές ζώνες κι η τηλεθέαση βρίσκεται στα ύψη. Άρα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Έλληνας μάλλον δεν τρώει καλά ή δεν του φτάνει τόσο φαγητό και θέλει παραπάνω.
Απ’ την εικόνα της Βέφας, της Ελληνίδας νοικοκυράς, μητέρας έχουμε περάσει στο πρότυπο του νεαρού, όμορφου, μοντέρνου άνδρα κι απ’ τα παραδοσιακά πιάτα στα έργα τέχνης που φοβάσαι να ακουμπήσεις. Οπότε, μου γεννάται η εξής απορία: «Ποια είναι η σχέση του άνδρα με τη μαγειρική;».
Λένε πως οι καλύτεροι και πιο διακεκριμένοι μάγειρες παγκοσμίως, ή σεφ αν βολεύει την αισθητική σου, είναι άνδρες. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Περάσαμε απ’ την εποχή όπου η κουζίνα ήταν «καθαρά γυναικεία υπόθεση», στην εποχή της ανδρικής υπεροχής στο χώρο της μαγειρικής, λέμε τώρα. Κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι άνδρες ασχολούνται με την επιστήμη της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής, σπουδάζοντας το αντικείμενο ή ερασιτεχνικά στο σπίτι τους, αγκαλιά με έναν πυροσβεστήρα. Να κινδυνεύει η ζωή μας, εκεί μας έχει φτάσει η άτιμη η πείνα.
Έτσι, λοιπόν, οι άνδρες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που σπουδάζουν για να γίνουν σεφ και σε εκείνους που προσπαθούν να μάθουν κάτι για να κόψουν τις παραγγελίες. Απ’ τους επαγγελματίες ακούω συχνά την ορολογία «μοριακή γαστρονομία». Από ό,τι έχω καταλάβει είναι ένα συνδυασμός της χημείας με τη μαγειρική για να παράγονται καλύτερα γευστικά αποτελέσματα. Επιπλέον, η επιστήμη της μαγειρικής σήμερα θεωρείται τέχνη και τα πιάτα της είναι φαντασμαγορικά. Είναι εκείνα που στα φέρνουν με το καπάκι από πάνω και μόλις το σηκώσουν βγαίνει ένας απίστευτος καπνός λες και βγήκε στη σκηνή ο Ρουβάς.
Προσωπικά, δεν έχω κανένα θέμα με ένα πιάτο υπερπαραγωγή. Το πρόβλημά μου βρίσκεται στην ποσότητα του φαγητού. Το πιάτο είναι σε διαστάσεις ιπτάμενου δίσκου κι η ποσότητα του φαγητού είναι ίσα-ίσα για να λερώσεις τα δόντια σου. Το κρέας είναι σαν να περίσσεψε απ’ το μεσημέρι, τις σος τις βάζουν με ένεση κι η γαρνιτούρα δε μπορεί να συνοδεύσει ούτε την οδοντογλυφίδα.
Πάνε εκείνες οι καλές εποχές στα μικρά ταβερνάκια που έφερνε ο σερβιτόρος την μπριζόλα και νόμιζες ότι σου έφερνε ολόκληρο το γουρούνι. Πείτε με χοντρό, αλλά τουλάχιστον αφήστε με να χορτάσω. Για αυτή την κατάντια πρέπει να φταίνε οι άντρες σεφ, διότι αν κρίνω απ’ τη μάνα μου το πιάτο μου μοιάζει με πολυώροφη γαμήλια τούρτα.
Όσο για εμάς, τους απλούς θνητούς, που χαροπαλεύουμε να φτιάξουμε ένα τοστ, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Καταρχάς, όλοι έχουμε ένα φίλο που πάντα καυχιέται για τη μαγειρική του: «Να σου φτιάξω εγώ ένα κοτόπουλο στο φούρνο, να γλείφεις τα δάχτυλά σου», «Είναι που δεν έχεις φάει απ’ το δικό μου σουφλέ σοκολάτας, γι’ αυτό σου φαίνεται ωραίο αυτό». Βέβαια, σπάνια μαγειρεύει. Συνήθως, απλά καυχιέται και μετά ρωτάει τι θα παραγγείλουμε. Είναι ο τύπος ο οποίος στο πρώτο, δεύτερο ραντεβού καλεί την κοπέλα σπίτι του για να της μαγειρέψει, ελπίζοντας ότι θα του κάτσει.
Ακολουθεί ο αγαπημένος μου «τοστάκιας». Μέχρι εκεί φτάνει το παλικάρι και το αναφέρει χιουμοριστικά όποτε του δοθεί η ευκαιρία. Δεν έχει ιδέα κατά πού πέφτει η κουζίνα, αλλά δεν τον ενδιαφέρει και να μάθει. Άλλες κατηγορίες είναι ο «μαμάκιας», που συγκρίνει ό,τι τρώει με τα φαγητά της μάνας του κι ο «γκουρμές», οποίος τρώει μόνο εκλεκτά προϊόντα και σε ακριβά εστιατόρια. Ελάχιστοι είναι οι άνδρες που δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ να φτιάξουν ένα απλό φαγητό.
Το φαγητό για τον άνδρα είναι μία εκρηκτική σχέση πάθους. Γι’ αυτό το λόγο, έχει σίγουρα προσπαθήσει να μπει στην κουζίνα και να δοκιμάσει τις ικανότητές του. Το αποτέλεσμα, είτε ήταν επιτυχία είτε στάχτες, δεν έχει σημασία. Ο σκοπός είναι να ξαναπροσπαθεί μέχρι να μάθει να φτιάχνει τα αγαπημένα του πιάτα. Κι αν όχι, θα υπάρχουν πάντα τα φαγάδικα για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Το φαγητό για τον άνδρα είναι ένας απόλυτος έρωτας. Η μαγειρική είναι ο γάμος τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη