Η πιο συχνή ερώτηση που θα ακούσει ποτέ άνθρωπος μετά από κάποια μαλακία που έχει κάνει είναι: «Εσύ πότε θα μεγαλώσεις;». Ακολουθεί τον εξάψαλμο, τα έξι υβριστικά καντήλια, ο οποίος μας απονέμεται με οσκαρικές τιμές για να ακούσουμε από φωνές με εντάσεις όπερας. Περιέχει την αγανάκτηση του πληγωμένου σε συνδυασμό με την εμφανή απόγνωσή του για τα κατορθώματά μας. Δύσκολο το ερώτημα ως προς κάθε πιθανή απάντηση, σοβαρή ή γελοία. Ρητορικό θα το χαρακτήριζα. Πώς να απαντήσεις, άλλωστε, όταν δεν καταλαβαίνεις την ουσία της ερώτησης;

Μάλλον, την πιο σωστή ερμηνεία αποτελεί η συναισθηματική και πνευματική ωρίμανση. Να ωριμάσεις, δηλαδή, να λειτουργείς με έναν πιο ευσυνείδητο τρόπο. Για τη γιαγιά μου είναι το πότε θα παντρευτείς, όμως άλλες εποχές θα μου πεις. Η ωριμότητα της κάθε ηλικίας συνοδεύεται απ’ τους στόχους που πρέπει να πετύχει. Να τελειώσεις με το «καλό» το σχολείο, να πας σε ένα «καλό» πανεπιστήμιο, να τελειώσεις, να βρεις μια «καλή» δουλειά, ένα «καλό» σύντροφο και να κάνεις «καλά» παιδιά. Αυτή είναι η έννοια της «καλής» ζωής σύμφωνα με τα κοινωνικά και παλαιολιθικά πρότυπα. Μόνο έτσι ωριμάζεις. Κάθε διαφορετικός τρόπος ζωής είναι παιδιάρισμα. Αν είναι έτσι, ας μείνω για πάντα ένα παιδί.

Σίγουρα, η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός αλλά και τα κιλά ένας αριθμός είναι. Αν είσαι διακόσια κιλά, είσαι χοντρός και δεν το λέει η κοινωνία, αλλά η ζυγαριά. Δεν μπορείς να είσαι εβδομήντα χρόνων και να πιστεύεις ότι μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα από έναν εικοσάχρονο, εκτός αν είναι ο φίλος με τη σπασμένη ζυγαριά. Κάθε ηλικία σου προσφέρει τα αγαθά που μπορείς άφοβα να απολαύσεις, η ανθρώπινη υγεία, όχι η κοινωνία. Μόνο σωματικά μεγαλώνει ο άνθρωπος υποχρεωτικά. Η πνευματική ανάπτυξη είναι μεν αναγκαία, όμως συνοδεύεται σχεδόν πάντα από μία αχρείαστη σοβαροφάνεια.

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος μεγαλώνουν μαζί ο εγωισμός του, οι φόβοι του, η υλιστική πλευρά του ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνεται το πάθος του για τη ζωή. Όταν ήμουν παιδί έπεφτα και γελούσα και τώρα φοβάμαι μην πέσω για να μη γελάσουν οι άλλοι. Ήμασταν μικροί, δεν ασχολιόμασταν με το τι θα πει ο κόσμος, δε μετρούσαμε ένα-ένα όλα τα προβλήματα και δε βυθιζόμασταν κάθε φορά σε μία ανείπωτη θλίψη. Γελούσαμε και κλαίγαμε δυνατά μέχρι την ώρα που έπρεπε να πείσουμε τους εαυτούς μας να γελάνε πάντα μπροστά σε κόσμο και να κλαίνε στα κρυφά. Πουλήσαμε όσο όσο την παιδική αθωότητα για να αγοράσουμε το δόλο, μην τυχόν και μας πούνε αφελείς. Το χειρότερο ξεπούλημα του ανθρώπου.

Όσον αφορά τον αντίλογο, αυτός αποτελείται από μία μόνο σκοπιά. Έρχεται η στιγμή όπου είναι απαραίτητο να αναλάβεις ευθύνες, υποχρεώσεις, να κοιτάξεις στα μάτια μία πιο ρεαλιστική, σκληρή πλευρά της ζωής. Δηλαδή, όλα αυτά που αντιμετώπιζαν οι γονείς σου όσο ήσουν παιδί. Σύμφωνοι, όμως με έναν όρο. Μην αφήσεις τίποτα και κανένα να σου στερήσει την παιδικότητά σου. Αυτό το κομμάτι σου που δε φοβάται να γελοιοποιηθεί, δεν ασχολείται όλη μέρα με λογαριασμούς και πεταμένα λεφτά, δεν ενδιαφέρεται για κουτσομπολιά και πικρόχολα σχόλια. Για το παιδί μέσα σου που ζει για ένα γέλιο, ένα δάκρυ κι ένα όνειρο. Την πεμπτουσία της ζωής.

Σαν δωδεκάχρονος θέλω να αντιμετωπίσω τη ζωή. Η βασική ανάγκη μου να είναι το παιχνίδι με φίλους. Να συμπεριφέρομαι με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια και να κάνω συνέχεια ερωτήσεις για όσα δεν ξέρω. Να ψάχνω αφορμές για να γελάσω, για να μην αφήσω ούτε μία μέρα να πάει χαμένη. Να θυμώνω με τους ανθρώπους και να το ξεχνάω μέσα σε ένα λεπτό. Να κάνω τρελά όνειρα και να παθιάζομαι μαζί τους. Να δίνω νόημα σε όλα όσα θεωρούνται δεδομένα. Να μην κρίνω τους άλλους, να μην κρατάω κακίες. Να αγαπάω όλους τους ανθρώπους, επειδή δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για να μην το κάνω. Αυτή τη ζωή θέλω να ζήσω.

Όταν ήσουν μικρός ευχόσουν να μεγαλώσεις. Λοιπόν, η ευχή σου πραγματοποιήθηκε. Τώρα είσαι ευτυχισμένος;

 

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη