Βγαίνει ένας Έλληνας δημοσιογράφος στους δρόμους για να ρωτήσει τον κόσμο κάποιες φαινομενικά εύκολες ερωτήσεις όπως: «Πόσα εκατομμύρια είναι ένα δισεκατομμύριο;», «Πού βρίσκεται η Αγγλία σ’ έναν ευρωπαϊκό χάρτη;», «Πρέπει να υιοθετούν παιδιά τα ομόδοξα ζευγάρια;». Είτε είναι τυχαίο το δείγμα των απαντήσεων είτε στοχευμένο, οι απαντήσεις μας κούφαναν. Όμως, δε θέλω να σταθώ τόσο στην άγνοια των ανθρώπων, σε εύκολα ερωτήματα γενικών γνώσεων, όσο στην επιμονή τους ν’ απαντήσουν. Αντί να ομολογήσουν την αμάθειά τους, προτιμούν να γίνουν πανελλαδικώς ρεζίλι σε ανθρώπους που ξέρουν ή το έψαξαν όσο έπαιζε το βίντεο, δηλαδή σ’ όλους τους υπόλοιπους.
Η ημιμάθεια είναι χειρότερη απ’ την αμάθεια. Αυτό νομίζω το έχουμε συνειδητοποιήσει απ’ τα σχολικά μας χρόνια. Είναι προτιμότερο το να μην ξέρεις απ’ το να υποθέτεις ότι ξέρεις την απάντηση, τη λύση ή να προσπαθείς να τη σκεφτείς εκείνη τη στιγμή. Προσωπικά, δεν έχω ιδέα από ποδόσφαιρο. Δεν μπορώ να κάτσω σε μία παρέα και ν’ αρχίσω να αναλύω στρατηγικές και συνθέσεις ομάδων, να σχολιάζω αποτελέσματα και παίκτες. Θα δηλώσω άγνοια εξαρχής και θα περάσω την υπόλοιπη ώρα της συζήτησης, κοιτάζοντας ένα άσπρο ταβάνι. Προτιμώ το επίθετο «άσχετος» απ’ το «ηλίθιος».
Οι γνώσεις μας περιορίζονται απ’ τα ενδιαφέροντά μας. Σχηματίζεις μία γνώμη απ’ τη στιγμή που έχεις αφιερώσει χρόνο και σκέψεις πάνω σ’ ένα θέμα. Κανένας δεν τα ξέρει όλα κι ούτε πρόκειται να τα μάθει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έχοντας αυτό το σκεπτικό στο πίσω μέρος του μυαλού μας, γιατί συμπεριφερόμαστε σαν φωτεινοί παντογνώστες, έτοιμοι να μοιράσουμε σε κάθε ευκαιρία τη δήθεν γνώση μας; Τόσο μεγάλη είναι η ματαιοδοξία μας, ο εγωισμός μας; Ή μάλλον, τόσο μεγάλος είναι ο φόβος μας, για να μη φανούμε ανεπαρκείς;
Ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου είναι αυτός της ανεπάρκειας. Η νοητική διαμάχη για το αν είναι αρκετά καλός για τον εαυτό του και για το σύνολο, με αποτέλεσμα ν’ αναλώνεται σε συνεχείς κι ανούσιες προσπάθειες για να αναδείξει την αξία του. Με νύχια και με δόντια παλεύει για την αναγνώρισή του από άτομα που έχει βάλει στόχο να εντυπωσιάσει. Στην πραγματικότητα, έχει καταφέρει να χτίσει έναν πύργο από τραπουλόχαρτα έτοιμο να καταρρεύσει μπροστά στο πρώτο άγγιγμα της αληθινής γνώσης. Η ανασφάλεια μας μετατρέπει σε κατά φαντασίαν παντογνώστες κι υπεροπτικά ισχυρογνώμονες.
Κάθε άποψη πρέπει ν’ αναλύεται και να θεμελιώνεται με επιχειρήματα, διαφορετικά είναι αβάσιμη. Κάθε φορά που θέλεις να εκφράσεις μία σκέψη σου πάνω σ’ ένα ζήτημα, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να την υποστηρίξεις. Να έχεις καταφέρει από πριν να δημιουργήσεις σταθερούς πυλώνες, πάνω στους οποίους θα τη στηρίξεις. Να καταφέρεις να δώσεις δύναμη κι αιτία στο λόγο σου. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, θα σε αντιμετωπίζουν ως τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Κανένας δε θα σε παίρνει στα σοβαρά κι η άποψή σου δε θα έχει καμία σημασία. Πάντως, σαν μυθιστοριογράφος θα έχεις μεγάλη ζήτηση.
Ο σοφός λαός λέει μεταξύ άλλων: «Βούτα τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσεις». Κάθε φορά που θα θέλεις να μιλήσεις, κάνε δύο ερωτήσεις στον εαυτό σου. Πρώτον, είσαι σίγουρος γι’ αυτό που θα βγει απ’ το στόμα σου; Δεύτερον, αξίζει να ειπωθεί; Δύο πολύ απλές ερωτήσεις οι οποίες θα σε αποτρέψουν απ’ το να γίνεις ο περίγελος της παρέας σου. Ο λόγος σου πρέπει να έχει αξία, να δίνει λύσεις, να βοηθάει στην εξέλιξη της συζήτησης, ν’ ανοίγει νέους δρόμους σκέψης. Οι μετρημένες κι ορθές κουβέντες θα σου αποδώσουν κύρος, σε σένα και στις ιδέες σου.
Ξεκινάμε να μιλάμε Μεγάλη Δευτέρα και το βουλώνουμε Κυριακή του Πάσχα. Λόγια επαναλαμβανόμενα, άσκοπα κι αρκετά ακαταλαβίστικα. Δε θεωρείσαι έξυπνος, αν ο άλλος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τη σκέψη σου. Το θέμα είναι ν’ αντιληφθεί το σκεπτικό σου για να μπορέσει ν’ απαντήσει. Ο πολιτικός λόγος δεν έχει πλέον πέραση. Εκφράσου λιτά, απέριττα, με στοχευμένα επιχειρήματα και ξεκάθαρα λόγια. Αν δε γνωρίζεις, άραξε στην καρέκλα σου κι απόλαυσε τη συζήτηση. Πού ξέρεις, μπορεί να μάθεις πολλά περισσότερα απ’ ό,τι αν επενέβαινες.
Παρ’ το απ’ τη θετική του πλευρά. Για όσα δεν ξέρεις, υπάρχουν άλλα τόσα να μάθεις.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου