Κανένας δεν πιστεύει πια στα λόγια. Έχουμε φροντίσει εμείς για τη δυσπιστία μας. Τώρα θέλουμε να βλέπουμε μόνο πράξεις, έργα για να καταλάβουμε τις πραγματικές προθέσεις των άλλων, τα αληθινά αισθήματα που κρύβουν. Βέβαια, οι άνθρωποι δεν τα πάμε καλά με τις πράξεις γιατί χρειάζονται χρόνο, λιγότερο φόβο και μηδενικό εγωισμό.
Μία πράξη που δεν προϋποθέτει τίποτα απ’ τα παραπάνω είναι το κλάμα. Τα δάκρυα μπορούν πολλές φορές να τρέξουν στα μάγουλά μας αβίαστα, ψεύτικα χωρίς να ικανοποιούν τον πραγματικό σκοπό τους, τη θλίψη και τη μεταμέλεια. Γι’ αυτό το λόγο, δεν πιστεύω πια στα δάκρυα και τους ανθρώπους που με ευκολία τα χρησιμοποιούν ως άμυνα.
Ίσως, φταίει το ότι δε θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει. Κατάλαβα ότι είναι μια πράξη δύναμης τη σωστή στιγμή, αλλά κι αδυναμίας. Ένα μέσο διαφυγής από μια κατάσταση που στράβωσε, από ένα λάθος που δεν έχεις τα κότσια να παραδεχτείς. Ένας εύκολος τρόπος να αναγκάσεις τον άνθρωπο που στέκεται εξοργισμένος απέναντί σου να υποχωρήσει, να το αφήσει να περάσει.
Την ξεχωρίζεις από μίλια μακριά την ψεύτικη κλάψα. Χωρίς να υπάρχει λόγος, έρχεται γρήγορα όπως και φεύγει. Δεν έχει τίποτα το αληθινό. Γιατί, υπάρχουν κι εκείνα τα δάκρυα που έρχονται απ’ την ψυχή και σε πνίγουν όταν τα βλέπεις. Τα μάτια είναι κενά, τα χέρια προσπαθούν να συγκρατήσουν τον ασταμάτητο πόνο που βρήκε διέξοδο και κάθε σταγόνα τους δείχνει τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν. Μόνο σε αυτά τα δάκρυα κάνεις πίσω, γονατίζεις στον πόνο τους και συγχωρείς.
Από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο, λένε, και μόλις το ανακαλύψαμε, βρήκαμε καταφύγιο στα δάκρυα. Είναι το επόμενο βήμα για τους αναίσθητους, η εξέλιξή τους. Προσποιούνται έναν πόνο που δεν είναι ικανοί να νιώσουν, όχι τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Κρύβονται πίσω από θλιμμένες σκηνές στην προσπάθειά τους να πείσουν τους άλλους και τον εαυτό τους για πραγματικά συναισθήματα. Είναι θλιβερό, αν όχι ξεφτίλα.
Είναι λίγο περίεργο που έχουμε ταυτίσει τον πόνο με το κλάμα. Εγώ όταν πονάω πολύ σωματικά, λιποθυμάω. Όταν πονάω ψυχικά, γράφω για να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη, να καταλάβω την κατάσταση. Όποιος κλαίει, τα παρατάει. Είδε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να καταφέρει τους σκοπούς τους και βιάζεται να φτάσει στη λήξη του παιχνιδιού, να σφραγίσει την ψυχολογική του νίκη. Διότι, το κλάμα από μόνο του είναι ανώδυνο, μόνο η αιτία που το προκαλεί πρέπει να είναι ακραία επώδυνη. Είναι ένα εισιτήριο που μπορεί να εξασφαλίσει τη συγχώρεση, ακόμη κι αν δεν πρέπει να ειπωθεί ποτέ.
Ζήσαμε τόσο καιρό μέσα στα ψέμματα που ξεχάσαμε την αλήθεια. Τη βάλαμε σε μια βιτρίνα για να τη θαυμάζουμε, να τη νοσταλγούμε και κρατήσαμε τα ψέματα. Κρατήσαμε τα ψεύτικα δάκρυα για να μπορούμε να κρυβόμαστε απ’ τους ανθρώπους που αγαπάμε. Είναι ο φόβος που υπάρχει βαθιά μέσα μας, έτσι ώστε να μην ανακαλύψει ποτέ κανένας την αλήθεια που κρύβουμε. Φαντάζει δύσκολη, τρομακτική ώρες-ώρες και σίγουρα θα ήταν καλό να μη βγει στην επιφάνεια. Για να μη δειχθεί ποτέ αυτή η αλήθεια επιστρατεύτηκαν οι κλάψες. Για να ζήσουμε μέσα σε μία εικόνα, δυστυχώς.
Έχω δει ιερά δάκρυα να χύνονται από αληθινά μάτια, για αβάσταχτους πόνους κι εσωτερικές θυσίες, απώλειες. Ψυχές βασανισμένες, αλυσοδεμένες προσπαθούν να εκφραστούν με λόγια, αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Με πράξεις και κινήσει, αλλά δεν αλλάζει τίποτα πραγματικά. Και κλαίνε. Ασταμάτητα, δυνατά μέχρι να στερέψουν τα δάκρυα, ώσπου να μην μπορούν να βιώσουν τίποτα πέρα απ’ τον αληθινό πόνο, αυτόν που σε καίει μέχρι τέλους. Τα αληθινά κλάματα που έζησα με δίδαξαν την ανθρώπινη φύση. Τα υπόλοιπα είναι ψεύτικα.
Αν είναι να κλάψεις, κάν’ το να αξίζει!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη