Τι θυμήθηκες πάλι και δάκρυσες; Τις περισσότερες φορές φέρνεις στο μυαλό θλιμμένες αναμνήσεις, άσχημα βιώματα και πονεμένα πρόσωπα κι είναι απορίας άξιο, γιατί το κάνεις. Γιατί πατάς το replay σε κάθε πικραμένο δάκρυ που έχυσες; Είναι μαζοχιστικό, για την ψυχολογία του ανθρώπου, να φυλάει ανέπαφες τις δύσκολες θύμησες και να ξεχνάει τις ευχάριστες. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερά μας ελαττώματα η απάρνηση όλων των ευτυχισμένων στιγμών, η θυσία τους στο βωμό μιας κακής στιγμής.
Κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή μας, είναι απόλυτα λογικό να μας χαρίζει τόσο ευχάριστες όσο και δυσάρεστες στιγμές. Οι δεύτερες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διαγράφουν τις πρώτες. Σίγουρα, εννοείται πως στην πλειοψηφία τους οι στιγμές μεταξύ μας θα είναι συναρπαστικά γαμάτες, μέχρι να έρθει η ώρα να μας πληγώσει. Εκεί ξεχνάμε όλα όσα έχουν προηγηθεί, θυμώνουμε, νευριάζουμε και τον πετάμε έξω απ’ τη ζωή μας. Γιατί, μας χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτάζαμε στα δόντια.
Η μνήμη, δυστυχώς, έχει περιορισμένο χώρο για τις αναμνήσεις μας κι εμείς τον δεσμεύουμε με σκηνικά, καταστάσεις, ανθρώπους που δεν υπάρχει λόγος να θυμόμαστε. Σε μία ερωτική σχέση, αντί ν’ αναπολείς την πρώτη σας βόλτα, εσύ θυμάσαι λεπτό προς λεπτό το χειρότερο καυγά σας. Φέρνεις στο μυαλό σου τον κολλητό σου ο οποίος σε κρέμασε μια φορά που τον χρειαζόσουν κι όχι όλες εκείνες που στάθηκε βράχος δίπλα σου. Ακόμη κι αν θυμάσαι τα ωραία, θ’ ακολουθεί στο μυαλό σου πάντα ένα «αλλά» για να διαγράψει κάθε χαρούμενη ανάμνηση.
Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο άνθρωπος τον πόνο. Ξεκινάει φωνάζοντας: «Αφήστε με να ξεχάσω, δε θέλω να θυμάμαι» και στη συνέχεια κάθε φορά που κάτι πάει λίγο στραβά πέφτει στα πατώματα με κλαυθμούς κι οδυρμούς, αναβιώνοντας τον πρωταρχικό πόνο. Είναι παράλογο κι εξουθενωτικό. Ο μαζοχισμός μας έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Κι ύστερα από λίγο, μόλις σηκωθεί από το πάτωμα, θα αναφωνήσει: «Εγώ θέλω να ξεχάσω, αλλά δεν μπορώ». Ναι, ναι είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις σου κι ας μην προσπάθησες καν.
Επιλέγουμε να θυμόμαστε τον πόνο και να λησμονούμε τη χαρά. Για το λόγο ότι δε δίνουμε τόση σημασία στη χαρά στη ζωή μας, όσο στον πόνο. Θεωρούμε δεδομένες όλες τις απλές, καθημερινές καταστάσεις. Να πας για ένα καφέ, να πεις δυο κουβέντες, να ζήσεις. Αυτή η καθημερινότητα είναι η προσωποποίηση της ευτυχίας, ενώ εμείς δεν της δίνουμε καν σημασία. Ζούμε αδιάφορα μέχρι να μας χτυπήσει την πόρτα ο πόνος και να αναρωτηθούμε το περίφημο: «Γιατί σε μένα, Θεέ μου;». Λυπηρή στάση ζωής.
Μεγαλώνοντας μάθαμε να μετράμε τα κλάματα αντί για τα γέλια, τις απώλειες αντί για τις προσθήκες, τα αντικείμενα αντί για τα υποκείμενα. Μας στιγματίζει ο πόνος. Βάζουμε στόχο να μην πονέσουμε κι ας ξέρουμε πως αυτό σημαίνει ότι δε θα ζήσουμε. Χαράζονται στο μυαλό όλες οι δυσβάσταχτες θύμησες και μας κρατάνε δέσμιους, φυλακισμένους. Θυσιάσαμε, εν γνώσει μας, όλα τα επόμενα χαμόγελα για όλα τα προηγούμενα δάκρυα. Ενώ, η καλύτερη αντίδρασή μας θα ήταν η αισιοδοξία. Θα περάσει, θα έρθουν υπέροχες μέρες, αρκεί να θέλεις να τις δεις. Αρκεί να πνίξεις τον πόνο, πριν σε τραβήξει μακριά τους.
Μόνο αυτά θα πρέπει να θυμάσαι, τα ωραία, τα ευχάριστα. Όλα τα υπόλοιπα ξέχνα τα. Πίστεψέ με, δε θέλεις να καταλήξεις ένας πικρόχολος και χαιρέκακος άνθρωπος. Απ’ όλα αυτά που σου προσφέρουν οι άνθρωποι κι η ζωή, εσύ να κρατάς μόνο αυτά που πραγματικά αξίζουν. Τα δυνατά γέλια σας, τα αστεία και τις πλάκες, την καλή πλευρά των ανθρώπων σου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θυμάσαι έναν άνθρωπο για τα άσχημά του, γιατί μηδενίζεις όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που έχει. Σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής σου να δημιουργείς μόνο χαρούμενες αναμνήσεις.
Αν ο πόνος είναι δάσκαλος της ζωής, η χαρά είναι ο διευθυντής. Αυτό να θυμάσαι!
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου