Είναι λίγο περίεργος ο τίτλος, εγωιστικός. Δίνει την εντύπωση ενός αχάριστου, αλαζόνα, ενός υπερόπτη που έχει βασίσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του στο να παίρνει και να γίνεται καπνός. Φανερώνει ένα δειλό, που φοβάται τις έννοιες της δέσμευσης και της υποχρέωσης. Όμως, υπάρχει και μία σπάνια εξαίρεση, ένα παράδειγμα ανθρώπου προς εξαφάνιση. Δε χρωστάω τίποτα και σε κανέναν, γιατί τους έχω ξεχρεώσει όλους μέχρι τελευταίας δεκάρας. Για την ακρίβεια, πιστεύω πως μου χρωστάνε, αλλά χάρισμά τους.
Η πρώτη λογική σκέψη πάει στο θέμα των χρημάτων. Δεν αναφέρομαι σε λεφτά, αλλά το σκεπτικό παραμένει το ίδιο. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σχέσεις ανταλλαγής. Περιέχουν πάντα ένα αλισβερίσι. Δεν ακολουθούν το: «Ό,τι δώσεις, θα πάρεις», όπως στην αγορά κάποιου αντικειμένου ή υπηρεσίας, αλλά πιο πολύ μοιάζουν με τον τζόγο. Βάζεις τα λεφτά στο τραπέζι κι ελπίζεις να κερδίσεις, άσχετα αν οι πιθανότητες είναι πάντα εναντίον σου. Πιστεύεις πως θα έρθει η ευκαιρία σου, η τυχερή στιγμή σου. Η στιγμή που θα πάρεις πίσω με τόκο, όσα έχασες. Δεν είναι και τόσο ρομαντικό, ε;
Θα έρθει στη ζωή σου μια μέρα που θ’ ακούσεις το περιβόητο: «Μην περιμένεις τίποτα από κανέναν». Είναι καλό να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες, κάνουν την πτώση λιγότερο οδυνηρή. Μπορεί ν’ αφαιρούν το αίσθημα της προσμονής και της τυφλής εμπιστοσύνης, όμως τουλάχιστον είσαι ασφαλής. Σταματάς να προσπαθείς κι αφήνεσαι σ’ ένα ατελείωτο μέτρημα.
Κάθε φορά, κάθεσαι και μετράς μία μία όλες τις καλές πράξεις που έχει κάνει κάποιος για σένα με σκοπό να τον ξεπληρώσεις. Ποτέ δε θα δώσεις παραπάνω, μόνο επιστρέφεις τα «δανεικά» του. Βέβαια, έτσι μου γεννάται μία απορία. Δανείζεται η αγάπη ή χαρίζεται; Εδώ σε θέλω.
Δε χρωστάω, διότι σταμάτησα να ξεπληρώνω. Τώρα μόνο κερνάω. Προσφέρω απλόχερα όσα έχω, όσα είμαι, χωρίς να περιμένω ανταλλάγματα. Κατάλαβα την αληθινή αγάπη στην πιο αλτρουιστική της μορφή, την αγάπη του γονιού για το παιδί του. Απ’ την πρώτη στιγμή, που θα το πιάσει στα χέρια του το λατρεύει, δίχως να ξέρει τι άνθρωπος θα γίνει, πώς θα του φερθεί όταν μεγαλώσει. Αγαπάει το σπλάχνο του ασταμάτητα, σε κάθε βάσανο γίνεται χίλια κομμάτια για να βγει αυτό αλώβητο. Έτσι, μου έμαθαν ν’ αγαπάω, άνευ όρων.
Έδωσα την ψυχή μου στους ανθρώπους που αγάπησα. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, δίχως δικλείδες ασφαλείας, άνοιξα την καρδιά μου και τους αφιέρωσα ένα κομμάτι της. Δεν αναλογίστηκα ούτε δευτερόλεπτο πόσο θα πονέσω στο τέλος, και ξέρεις κάτι, δεν πόνεσα. Το μυαλό μου είχε κολλήσει στα χαμόγελά τους, δεν έφτασε ποτέ στις στενοχώριες. Άλλωστε, οι άνθρωποι θα έχουν πάντα το ισχυρότερο άλλοθι για κάθε πράξη τους: «Κανείς δεν είναι τέλειος, κάθε άλλο». Πήρα όσα μου έδωσαν και ποτέ δε ζήτησα τίποτα παραπάνω. Μεγάλη κουβέντα η ανιδιοτέλεια, ακόμη κι αν για κάποιους φαντάζει ουτοπική.
Άπλωσα το χέρι σε ανθρώπους που με χρειάστηκαν. Σε συνανθρώπους, που δε γνώρισα ποτέ προσωπικά, προσέφερα το αυτονόητο, τη βοήθειά μου. Όχι για να το παίξω καλός Σαμαρείτης, όχι γιατί έβαλα τον εαυτό μου στη θέση τους, αλλά γιατί εγώ το είχα ανάγκη. Νιώθω την ανάγκη να βοηθάω, επειδή έχω στο μυαλό μου έναν καλύτερο κόσμο. Είμαι κομμάτι μιας αδιάφορης κοινωνίας, εγωκεντρικής και θέλω αυτό ν’ αλλάξει. Είμαι μέρος του προβλήματος και θέλω να γίνω κομμάτι της λύσης.
Έβγαλα ασπροπρόσωπους όλους τους ανθρώπους, που μου έδωσαν μία ευκαιρία. Πέρα από ευγνωμοσύνη, ένιωθα υποχρεωμένος να τιμήσω τους ανθρώπους που μ’ εμπιστεύτηκαν. Ν’ αποδείξω σ’ αυτούς και στον εαυτό μου πως ήμουν η σωστή επιλογή, πως το άξιζα. Πάλεψα με νύχια και με δόντια, για να ξεπληρώσω την ευκαιρία που μου δόθηκε. Δούλεψα σκληρά, διότι σ’ αυτήν τη ζωή πρέπει να κοπιάσεις για να κερδίσεις, να πετύχεις και να καταξιωθείς.
Δε χρωστάω τίποτα και σε κανέναν, επειδή τα έδωσα όλα.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου