Σαν σήμερα έχουμε επέτειο. Στην υγειά της πρώτης φοράς που με γείωσες. «Δεν είμαι εγώ για σχέση», είπες και γέλασα. Ούτε τη δεύτερη φορά μίλησα. Μου θύμισες τον εαυτό μου, λίγα χρόνια πριν, που έλεγα τα ίδια ακριβώς λόγια σε όσες κοπέλες γνώριζα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Πίστευες, όπως κι εγώ, πως η σχέση είναι δέσμευση, κανόνες ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που χρειάζονται για να επιβάλλουν την κυριαρχία του ενός στον άλλο. Εγώ ήθελα μόνο να σε γνωρίσω, να αγγίξω την ευτυχία σου και τη δυστυχία σου, δε ζήτησα ποτέ τίποτα παραπάνω.
Να είμαι η τελευταία καληνύχτα σου κι η πρώτη καλημέρα σου. Ο πρώτος άνθρωπος που θα μοιράζεσαι χαρές και στεναχώριες. Βλέπεις, είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στη ζωή μου που δεν του είπα ποτέ ψέμματα. Δεν έκρυψα ποτέ τα πάθη μου, τα λάθη μου. Ένας ειλικρινής άνθρωπος και γι’ αυτό με φοβήθηκες. Είχες συνηθίσει στο ψέμα, στην υποκρισία και δε με πίστεψες. Περίμενες να δεις πότε θα σε προδώσω, τη στιγμή που θα καυχηθώ ή θα σε εκθέσω. Θα περιμένεις πολύ ακόμα.
Συγγνώμη, που μιλάω για σένα χωρίς να είσαι εδώ να απαντήσεις. Συγγνώμη, αν σε φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ακούω ανθρώπους να μιλάνε για δύσκολους ή ανεκπλήρωτους έρωτες και γελάω. Τους ακούω συχνά να αναφέρονται σε δυνατά και μονόπλευρα συναισθήματα κι απορώ. Πώς μπορούν να μιλάνε για τόσο δύσκολα θέματα, όταν δε μας γνώρισαν; Πως είναι δυνατόν να μιλάνε για έρωτα όταν δεν αντίκρισαν το βλέμμα σου, όταν δεν σε άκουσαν να γελάς; Απλά κουνάω το κεφάλι, ξέροντας πως κάποια στιγμή θα καταλάβουν.
Προσπάθησα, μόνο εσύ ξέρεις πόσο προσπάθησα. Ήμουν εκεί κάθε φορά που με χρειάστηκες, που δεν είχες σε ποιον να μιλήσεις κι οι τοίχοι σε έπνιγαν. Δίπλα σου σε κάθε δυσκολία, για να μου φορτώσεις ύστερα μία-μία όλες σου τις ανασφάλειες. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Κάθε φορά που σε πλησίαζα λίγο περισσότερο, με έδιωχνες. Κρατούσες πάντα μία απόσταση, επειδή φοβόσουν πως κάποια στιγμή θα σε παρατούσα κι εγώ, όπως όλοι οι προηγούμενοι. Τη βλέπεις την ειρωνεία; Έτσι κι έκανα, λοιπόν, έφυγα.
Δεν ήταν από εγωισμό ή περηφάνια. Αν ήταν έτσι, θα είχα φύγει πολύ νωρίτερα. Δεν μπορούσα να σε βλέπω να πονάς, να χάνεσαι κάθε μέρα μέσα στα βάθη της πληγωμένης σου ψυχής. Να ζεις μέσα στο φόβο του παρελθόντος, στοιχειωμένη κι εγκλωβισμένη. Όταν σε ένιωθα να καταστρέφεσαι, κάτι έσπαγε μέσα μου. Δεν κατάφερα ποτέ να συγχωρήσω τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να σε απαλλάξω απ’ τα βάρη σου, όμως ήξερα πως αν έμενα δε θα ήμουν ξανά ο ίδιος.
Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τι σημαίνει σκοτάδι. Ένα πυκνό και τρομακτικό σκότος που κάλυπτε τις εκφράσεις σου. Δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ και λύγισα. Όλος αυτός ο αρνητισμός με έφθειρε ψυχικά, με τραυμάτισε και με άλλαξε. Πιο πολύ, όμως, στεναχωρήθηκα για σένα, γιατί μετά έμεινες μόνη σου. Σε όλους έλεγες πως ήθελες τη μοναξιά σου αλλά κατά βάθος ξέρουμε κι οι δύο πως έψαχνες για έναν άνθρωπο να σε ελαφρύνει απ’ τους καημούς σου. Ίσως, να μην ήμουν ο κατάλληλος, όμως δεν ξέρεις πόσο θα το ήθελα.
Πάντα σε αποκαλούσα «φως μου», για να καταλάβεις τη διαφορά. Εύχομαι τώρα να βρεις με τη σειρά σου το «φως σου», μήπως γαληνέψει η ψυχή σου. Εγώ θα είμαι εδώ, όποτε με χρειαστείς, αν με χρειαστείς για να σου θυμίζω τι υπέροχος άνθρωπος είσαι.
Δεν έφταιγες εσύ που έφυγα, νομίζω πως την ευθύνη έχει ο χρόνος κι οι συνθήκες. Δεν ήσουν έτοιμη να δεχθείς οποιαδήποτε βοήθεια, να προχωρήσεις πέρα απ’ τα προβλήματα. Εγώ κάθε φορά που θα σε κοιτάω, θα θυμάμαι τις ευχάριστες στιγμές μας, τα αυθόρμητα γέλια και τις πλάκες μας, γιατί μου θυμίζουν τη χαρούμενη πλευρά σου.
Λυπάμαι, αλλά έπρεπε να φύγω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη