Είχα διαβάσει κάπου ότι οι άνθρωποι, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, έχουν τρία προσωπεία. Το πρώτο είναι αυτό που δείχνουν στον κόσμο, το δεύτερο αυτό που δείχνουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα, ενώ το τελευταίο είναι εκείνο που δε θα δει ποτέ κανένας. Για κάθε περίσταση χρησιμοποιούμε το ανάλογο προσωπείο, με αποτέλεσμα να μην εκφραζόμαστε ποτέ αληθινά μπροστά σε άλλους. Είναι μεγάλη κουβέντα η αλήθεια, όμως, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο χωρισμός. Αν όχι κανένας, ελάχιστοι είχαν το θάρρος να βγάλουν τα εσώψυχά τους την ώρα του χωρισμού.
Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου, για αυτό θα ξεκινήσω απ’ την αποκαθήλωση των ψεμάτων. Δεν υπάρχει ηθελημένος, αμοιβαίος χωρισμός. Αυτά τα λες σε γνωστούς και φίλους για να μετριάσεις τη λύπησή τους και τον πόνο σου. Επίσης, το λογύδριο της μορφής: «Δεν ήταν κάτι σοβαρό, το βλέπαμε πολύ χαλαρά. Να σου πω και κάτι, δε με χάλασε κι ιδιαίτερα», είναι για κλάματα. Θα φάνταζε πιο αληθοφανές, αν δεν έκλαιγες ταυτόχρονα ή αν δεν κοιτούσες θλιμμένα το πάτωμα. Μόλις έχεις χωρίσει, ή για να το θέσω καλύτερα σε έχουν χωρίσει και προσπαθείς να σώσεις ό,τι σώζεται απ’ την υπερηφάνεια σου. Εδώ δε μίλησες όταν έπρεπε, θα μου πεις, τώρα θα ανοίξεις τα χαρτιά σου;
Όποιος βρίσκεται στη δυσάρεστη, ας πούμε, θέση να χωρίσει κάποιον, χρησιμοποιεί δικαιολογίες και προφάσεις για να μην πληγώσει το μελλοντικό πρώην σύντροφο, να τελειώνει με τη σχέση όσο πιο αναίμακτα γίνεται. Δε θα ειπωθούν οι πραγματικοί λόγοι, για να μη χρειαστεί να τον παρηγορήσει, να αποφύγει μελοδραματικούς αποχαιρετισμούς ή καβγάδες. Είναι αθέμιτο το μέσο, όμως όλοι το έχουμε χρησιμοποιήσει σε κάποια φάση της ζωής μας, για να αποφύγουμε τους ακραίους συναισθηματισμούς. Βέβαια, όταν περάσαμε στην αντίπερα όχθη, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Στέκεσαι αμίλητος μπροστά στον άνθρωπό σου. Μόλις σε χώρισε κι έχεις μείνει άναυδος. Δεν ξέρεις τι να πεις, πώς να αντιδράσεις. Σκέψεις περνάνε αστραπιαία απ’ το μυαλό σου, ενώ προσπαθείς άσκοπα να τις βάλεις σε μία τάξη. Να μιλήσεις; Να φωνάξεις ή να σηκωθείς να φύγεις; Μήπως, να παρακαλέσεις για να του αλλάξεις γνώμη, έστω και στην ύστατη αυτή στιγμή; Φοβάσαι να μιλήσεις, εξαιτίας της πιθανότητας να μετανιώσεις κάθε λέξη σου. Θέλεις να αποφύγεις κλάματα κι υστερίες, να μη δείξεις ευάλωτος. Διαλέγεις την ανωτερότητα, κάνοντας κίνηση προς την πόρτα με την ελπίδα να τελειώσει γρήγορα το μαρτύριό σου.
Συνήθως, τα λόγια που πηγάζουν απ’ την καρδιά του εγωισμού μας εκείνη τη στιγμή είναι σε ένα φιλικό κλίμα. Ενώ μέσα μας καιγόμαστε, επιλέγουμε να μη δείξουμε κανένα σημάδι αδυναμίας. Ίσως, να ζητήσουμε εξηγήσεις οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ανακουφιστικές και γελοίες, όμως, δύσκολα θα αφήσουμε το θυμό και την ένταση της στιγμής να μας παρασύρει. Θέλεις να φωνάξεις για θυσίες, για όρια κι υποχωρήσεις. Να αρχίσεις να σπας ό,τι βρίσκεται στο δρόμο σου, στολίζοντας τον άλλο με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα που μπορείς να φανταστείς. Αυτό θα έπρεπε να κάνεις, μην πνίγεις αυτά που θα σε πνίξουν.
Βρες το θάρρος να απαλλαγείς απ’ τους «πολιτισμένους» κανόνες ενός χωρισμού. Κοίτα τον πρώην άνθρωπό σου στα μάτια και πες την αλήθεια: «Με πληγώνει που θες να φύγεις. Να προσπεράσεις όλα όσα ζήσαμε. Όμως, δεν είμαι εγώ αυτός που θα σου πει τι θα κάνεις. Το μόνο που ζητάω είναι ειλικρίνεια. Να μου πεις τον πραγματικό λόγο της φυγής σου. Αυτό, τουλάχιστον, μου το οφείλεις. Κι αν ο λόγος είναι μία μαλακία, τότε θα κάτσεις εδώ να ακούσεις και τις φωνές μου, την οργή μου. Αυτό, το οφείλω στον εαυτό μου».
Μην καταπιέζεις τα συναισθήματά σου, άφησέ τα ελεύθερα να ανασάνουν. Η αλήθεια είναι λυτρωτική, απαλλακτική από όσα είναι ικανά να σε βλάψουν σε βάθος χρόνου. Είναι το μέσο για να κάνει τον πόνο παροδικό, έντονο αλλά με ημερομηνία λήξης. Ακόμη κι η μετάβαση σε μια επόμενη σχέση θα είναι ευκολότερη.
Αν λέγαμε όλα όσα σκεφτόμασταν, θα κοιμόμασταν πιο ήσυχοι τα βράδια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη