Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που είδα κάποιον να χορεύει ζεϊμπέκικο. Ήμουν γύρω στα πέντε κι είδα τον πατέρα μου να σηκώνεται και ν’ αρχίζει να χορεύει. Δεν είχα καταλάβει τι έκανε, γιατί χόρευε, αλλά ανατρίχιασα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Θυμάμαι να τον ρωτάω πώς χορεύεται και να γελάει. Δε μου απάντησε. Ήταν ένα απ’ τα πολλά του στιλ: «Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις».
Οι περισσότεροι θα σου πουν ότι είναι αντρικός χορός. Εγώ νομίζω πως είναι μία αντρίκεια, παλικαρίσια κατάθεση ψυχής. Είτε άντρας είτε γυναίκα μπορεί να κάνει τη γη να τρέμει αρκεί να έχει τον απαραίτητο νταλκά. Το πάθος να βγαίνει σε κάθε βήμα και κάθε στροφή πιο βαριά απ’ την προηγούμενη. Τα χείλη ν’ ακολουθούν το τραγούδι και το κεφάλι να γυρίζει απ’ το ποτό. Το τελευταίο δεν είναι απαραίτητο, αλλά συνήθως προηγείται. Δεν έχει ηλικία, φύλο, στάνταρ βήματα κι άσκοπες κινήσεις. Μόνο ο πόνος χρειάζεται.
Δεν υπάρχει χαρούμενο ζεϊμπέκικο. Ακόμα κι εκείνα που μπαίνουν σε γάμους είναι αφιερωμένα σε τρελές, μεθυσμένες καψούρες και πονεμένους έρωτες. Αν ακούσεις το κομμάτι και δεν πονάς δε θα χορέψεις. Ακόμη κι αν σηκωθείς, δε θα είναι ζεϊμπέκικο, αλλά παρωδία. Πόνος, ποτό και τσιγάρο είναι άμεσα συνδεδεμένα μαζί του. Κι όταν λέω ποτό δεν εννοώ τα ροζ κοκτέιλ με την ομπρελίτσα που πίνεις στην παραλία, αλλά καθαρό αγιασμένο τσίπουρο, ρετσίνες, ούζα και ρακές.
Οι λάτρεις του είδους έχουν κι από ένα αγαπημένο κομμάτι. Ένα τραγούδι που τους συνόδευσε σε μια δύσκολη στιγμή, τους στιγμάτισε κι αποτυπώθηκε στο μυαλό και την καρδιά. Είναι αυτό που απ’ την πρώτη νότα θα πεταχτείς σαν ελατήριο απ’ την καρέκλα, θ’ ανοίξεις τα χέρια κι η παρέα θα έχει ήδη αρχίσει τα παλαμάκια. Για έναν πληγωμένο έρωτα, για ένα δύσκολο θάνατο, για ένα όνειρο κι ένα χαμένο εαυτό θα το χορέψεις.
Είναι ιερό κι άγιο. Δεν είναι για όλους. Θέλει τη σωστή ώρα και το σωστό αίσθημα. Τα κλαρίνα είναι απ’ τη μεριά της ορχήστρας κι όχι της πίστας. Είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο είμαι ακραία παλιομοδίτης. Ο πιο ηθικός χορός, ένα έθιμο, μία ιεροτελεστία που πέρασε αναλλοίωτη από γενιά σε γενιά. Σύμβολο της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, σήμα κατατεθέν της καταγωγής μας. Απαγορεύεται αυστηρά να εξευτελίζεται. Απαιτείται σεβασμός. Όπως το παραλάβαμε, έτσι ανόθευτο πρέπει να το παραδώσουμε.
Είναι τιμή για τον άντρα να μπορεί να χορέψει καλή ζεμπεκιά. Είναι υπερηφάνια, του αποδίδει κύρος και τον μεταμορφώνει από άνθρωπο σε Θεό σε μια στροφή. Τον ομορφαίνει άσχετα με την ηλικία και την εμφάνιση, τον εξυψώνει στα μάτια των γύρω. Τα ίδια ισχύουν και για τη γυναίκα, όμως είναι πιο σπάνιο φαινόμενο.
Δυστυχώς, οι άρχοντες του είδους παίζουν τώρα στων αγγέλων τα μπουζούκια. Μας άφησαν μόνο την πλούσια περιουσία τους, τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ για να συνοδεύουν την πονεμένη ψυχή μας. Να μας συντροφεύουν εκείνες τις δύσκολες νύχτες, όπου ο νταλκάς δεν μπορεί να χωρέσει σε λόγια, η καρδιά προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της και το μυαλό έχει σταματήσει στο χρόνο, έχει κολλήσει σε μία στιγμή.
Ο πιο δυναμικός τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων μας. Δύσκολα τον υποστηρίζεις, επειδή δε μαθαίνεται. Κανείς δεν είναι ικανός να σου διδάξει το ζεϊμπέκικο, γιατί κανένας δε θα νιώσει ποτέ όπως νιώθεις. Είναι το αποτέλεσμα ενός βιώματος. Δε θα σου μάθουν πώς να ζεις, άρα ούτε και να το χορεύεις. Πρέπει να βρεις το δικό σου παραπάτημα για να καταφέρεις να νιώσεις τη φλόγα του να σε καίει. Να πονέσεις σε κάθε νότα για να το υποστηρίξεις επάξια.
Οι Έλληνες είμαστε, κατά γενική ομολογία, ο πιο παθιασμένος λαός και βρήκαμε τον καλύτερο τρόπο για να το αναδείξουμε. Η ζεμπεκιά είναι το φάρμακο για τις πληγές μας. Ο πιο έντιμος τρόπος για ν’ αναδείξει ο άνθρωπος τον πόνο του και να τον εκτονώσει. Θέλει μαγκιά κι αρχίδια. Θέλει παλικάρια που θα σκίζουν τη γη στα δύο σε κάθε βήμα τους, ανθρώπους δυνατούς μέσα στην αδυναμία τους. Το ζεϊμπέκικο είναι το άσμα της ψυχής!
Υ.Γ:Το αγαπημένο μου τραγούδι για ζεμπεκιά είναι αυτό που άκουσα την πρώτη φορά. Μπαμπά, σε ευχαριστώ.
Επιμέλεια κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Νάννου Αναστασία.