Σίγουρα κανείς θα έχει ακούσει ή διαβάσει πως ο χαρακτήρας ενός παιδιού είναι σαν ακατέργαστος πηλός που πλάθεται και διαμορφώνεται κατά βάση από τους γονείς τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά είναι εξαίρετοι μιμητές, με αποτέλεσμα να «δανείζονται» συμπεριφορές, σύμφωνες με τα ερεθίσματα του οικείου περιβάλλοντος. Γι’ αυτό ο γονιός φροντίζει να δίνει το καλό παράδειγμα στα τέκνα του, μαθαίνοντάς τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και πώς να φέρονται με σεβασμό και ευγένεια. Προσπαθεί ακόμα να τους μεταφέρει αξίες, πάντα σύμφωνες με τα βιώματά του και τη δική του ανατροφή, ενώ προσέχει το λεξιλόγιό του όταν βρίσκονται μπροστά. Αυτό που ίσως οι περισσότεροι δε γνωρίζουμε ή παραβλέπουμε επιμελώς είναι ότι κάποιες φαινομενικά αθώες φράσεις που λίγο-πολύ όλοι έχουμε ξεστομίσει σ’ ένα παιδί μπορούν να το επηρεάσουν αρνητικά και μάλιστα με τρόπο που ούτε φανταζόμαστε. Ας δούμε τις πέντε πιο χαρακτηριστικές!
1. «Άσε με ήσυχο / Έχω δουλειά»
Κανείς δεν είπε ότι η ανατροφή ενός παιδιού είναι εύκολη υπόθεση, αφού προϋποθέτει απεριόριστη υπομονή, αρετή που ως ενήλικες τείνουμε ν’ αποτάσσουμε. Ιδίως την περίοδο που ένα παιδί αρχίζει ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο και να λαμβάνει άπειρες νέες πληροφορίες θα το δεις συνεχώς μ’ ένα «τι είναι αυτό» κι ένα «γιατί γίνεται το άλλο» στο στόμα. Αυτό, σε συνδυασμό με μια απαιτητική για τον γονιό καθημερινότητα, έχει σαν αποτέλεσμα πολλές φορές να χρησιμοποιούνται φράσεις, όπως «άσε με ήσυχο», «έχω δουλειά τώρα», «μη μου μιλάς για λίγο». Μια τέτοια συμπεριφορά όταν επαναλαμβάνεται συχνά αποκαρδιώνει το παιδί και το αποθαρρύνει απ’ το να είναι περίεργο μπροστά σε νέα ερεθίσματα, αφού κάποια στιγμή αποδέχεται την απουσία επεξήγησης των αποριών του. Επίσης, υποσυνείδητα, το παιδί μπορεί να χαρακτηρίσει τον γονιό του απομονωμένο, απρόσιτο ή αδιάφορο, με αποτέλεσμα μελλοντικά -κατά κύριο λόγο στην εφηβεία- ν’ αποστασιοποιηθεί επικοινωνιακά. Για να είμαστε ειλικρινείς, όλοι οι γονείς χρειάζονται πού και πού ένα διάλειμμα. Αυτό που έχει σημασία είναι να ζητήσουμε λίγο χρόνο όσο πιο ευγενικά μπορούμε κι όχι με εκνευρισμό και στη συνέχεια, όταν φορτίσουμε μπαταρίες, να επανέλθουμε οι ίδιοι στην ερώτηση-απορία του παιδιού.
2. «Μην κλαις»
Το κλάμα για ένα παιδί δεν αποτελεί μόνο τρόπο έκφρασης ή εκτόνωσης αρνητικών συναισθημάτων, σαν απόρροια μιας άσχημης ή στενάχωρης κατάστασης, όπως για τους ενήλικες. Το παιδί το χρησιμοποιεί κι ως μέσο διεκδίκησης όσων επιθυμεί, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά. Ποιος γονιός, λοιπόν, δεν είπε κάποια στιγμή στο παιδί του να σταματήσει να κλαίει; Είναι λογικό με την επανάληψη του κλάματος να δημιουργείται ένας κάποιος εκνευρισμός που οδηγεί τον γονέα να κρατήσει αυτή τη στάση, σε συνδυασμό με άλλες φράσεις, όπως «μην κάνεις σαν μωρό», θεωρώντας πως έτσι θα πείσει το παιδί να σταματήσει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το παιδί να νιώθει χειρότερα, αφού ό,τι αισθανόταν πλαισιώθηκε επιπλέον από ένα αίσθημα ενοχής κι ανικανότητας διαχείρισης της κατάστασης. Επίσης, τα παιδιά, όπως κι οι ενήλικες, πρέπει να εκφράζουν τα συναισθήματά τους κι όχι να εσωτερικεύουν τα αρνητικά. Συνεπώς, είναι πιο φρόνιμο σε μια τέτοια περίπτωση να προηγηθεί συζήτηση, ώστε να γίνει κατανοητός ο λόγος από τον ενήλικα και στη συνέχεια να δοθεί η απαραίτητη καθοδήγηση.
3. «Μπορείς και καλύτερα»
Πολλές φορές οι γονείς, στα πλαίσια της εμψύχωσης ενός παιδιού, αναφέρουν τη φράση «μπορείς και καλύτερα», η οποία τελικά μόνο αυτό το αποτέλεσμα δεν έχει. Όπως για έναν ενήλικα δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά. Παράγοντες, όπως η κούραση ή η κακή ψυχολογία, μπορούν να επηρεάσουν την απόδοση ενός παιδιού σε μια δραστηριότητα ή στα μαθήματά του, οπότε με αυτή την ατάκα ουσιαστικά ακυρώνουμε την προσπάθειά του, ενώ ταυτόχρονα ανεβάζουμε τον πήχη, δημιουργώντας του άγχος και πίεση να φτάσει σε αυτό το «καλύτερα». Επιπλέον, η φράση αυτή περνά στο παιδί υποσυνείδητα το μήνυμα να στηρίζει τις προσπάθειές του και τ’ αποτελέσματά τους στις προσδοκίες των άλλων κι όχι στις δικές του.
4. «Θα τα πω όλα στον πατέρα σου / στη μητέρα σου»
Συνήθως, χωρίς ν’ αποτελεί απαράβατο κανόνα, ένας από τους δύο γονείς -ενίοτε κι οι δύο- παρουσιάζεται στο παιδί σαν «μπαμπούλας». Καλό θα ήταν κανένας από τους δύο να μη χρησιμοποιείται από τον άλλον σαν μοχλός πίεσης προς το παιδί, προκειμένου να «συμμορφωθεί». Δεν είναι ωφέλιμο να σπρώχνουμε το παιδί προς την κατεύθυνση του φόβου και της αγωνίας, αλλά οφείλουμε να το στρέψουμε στον δρόμο του σεβασμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς το παιδί ν’ αποστασιοποιηθεί και ν’ απομακρυνθεί συναισθηματικά από τον φερόμενο πιο αυστηρό κι απρόσιτο γονέα.
5. «Ν’ ακούς τη μαμά και τον μπαμπά που τα ξέρουν όλα»
Δυστυχώς, κανείς δεν τα ξέρει όλα, κι όσο κι αν προσπαθούμε να περάσουμε αυτό το μήνυμα στο παιδί, με σκοπό να εκβιάσουμε την τυφλή εμπιστοσύνη του απέναντί μας, θα έρθει η στιγμή που θα μεγαλώσει και θα καταφέρει να κρίνει επαρκώς. Επιπλέον, η παραπάνω φράση, το οδηγεί να εγκαταλείπει σιγά-σιγά την όποια αυτοπεποίθηση και πίστη στον εαυτό του, αφού υποσυνείδητα έχει λάβει το μήνυμα πως ό,τι κι αν συμβεί οι παντογνώστες γονείς θα σώσουν την κατάσταση. Καλό θα ήταν, λοιπόν, σε απλές περιπτώσεις να δίνουμε στο παιδί το περιθώριο της πρωτοβουλίας, ώστε να δράσει κατά τη δική του κρίση, ακόμα κι αν κάνει λάθος, αφού μόνο έτσι θα μάθει να στηρίζεται στον εαυτό του και ν’ αποδέχεται τα λάθη σαν μέρος της διαδικασίας κι όχι σαν μια αποτυχία που θα φέρει βαρέως στη συνέχεια.
Συμπερασματικά, αυτό που κάθε γονέας πρέπει να κρατήσει είναι ότι το παιδί μελλοντικά θα γίνει ένας ακόμα ενήλικας, οπότε ακόμα κι αν διαφέρει ο τρόπος διαπαιδαγώγησης, σημασία έχει το τελικό αποτέλεσμα να περιλαμβάνει ανεξαρτησία, αυτοπεποίθηση, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, συναισθηματική ολοκλήρωση, λιγότερο άγχος και φόβο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.