«Και πάλι βρήκα τον λάθος άνθρωπο για ν’ αγαπήσω» λέει ένα παλιότερο τραγούδι, με τους στίχους του οποίου ίσως έχουμε ταυτιστεί κάποια στιγμή. Κι είναι απόλυτα φυσιολογικό να μας έχει συμβεί να εμπλακούμε ερωτικά μ’ ένα άτομο που ήταν λάθος για μας, όχι με την έννοια της θυματοποίησης στην οποία τείνουμε να πιστεύουμε ότι εμείς οι αλάνθαστοι είμαστε άμοιροι ευθυνών κι επιλογών, αλλά με την κυριολεκτική έννοια της λέξης «λάθος», αφού δεν είναι δυνατόν να επιτυγχάνουμε πάντα σχέση μ’ άτομα στην ίδια φάση ζωής όπως εμείς, με συμβατά θέλω κι επιθυμίες.

Ασφαλώς και σ’ αυτήν την περίπτωση φέρουμε μεγάλο μερίδιο ευθύνης, από τη στιγμή που συνεχίζουμε τη σχέση, αλλά δεν είναι της παρούσης. Αυτό όμως που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η όλη διαχείριση της σχέσης αλλά και των αμφιβολιών, τόσο των δικών μας όσο και των οικείων μας.

 

 

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μόλις έχουμε συνάψει σχέση μ’ έναν «λάθος» άνθρωπο- ή ας θυμηθούμε μια αντίστοιχη σχέση μας. Από την αρχή σχεδόν και μόλις αντιληφθούμε αυτή τη μη συμβατότητα, είτε εξ αιτίας πεποιθήσεων, επιθυμιών κι αξιών, είτε εξ αιτίας συμπεριφορών του συντρόφου μας που μας προβληματίζουν για κάποιον λόγο και δε μας επιτρέπουν ν’ αναπτύξουμε την εμπιστοσύνη μας στο πρόσωπό του, μάς δημιουργείται ένα αρνητικό προαίσθημα κι ένα αίσθημα ανασφάλειας. Το ένστικτό μας ενεργοποιείται και μάς κρούει τον κώδωνα ότι, είτε δεν ταιριάζουμε μ’ αυτό το άτομο σε καμία των περιπτώσεων, είτε η συμπεριφορά του δεν είναι αυτή που θα θέλαμε να μας απευθύνει.

Το ένστικτό μας αυτό, σε μια τέτοια περίπτωση κι όσο προχωράει κι εξελίσσεται η σχέση, αρχίζει να βαράει κόκκινο, με αποτέλεσμα, να είναι σχεδόν αδύνατο να το αγνοήσουμε και να μην εκφράσουμε τις αμφιβολίες μας- στον σύντροφό μας τουλάχιστον. Με κάθε ευκαιρία, σε κάθε συζήτηση, συναναστροφή ή διαφωνία, φροντίζουμε με κάθε τρόπο -με τα λόγια μας, τη συμπεριφορά μας, τη γλώσσα του σώματός μας- να δηλώσουμε αυτή μας την άποψη και γνώμη. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δε, που το ένστικτο αυτό επιβεβαιώνεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό, ίσως και να πούμε στα ίσα φράσεις του τύπου «είσαι λάθος για μένα».

Αναμφισβήτητα, η παραπάνω πεποίθηση δεν είναι δυνατόν να μην αναπτυχθεί πέρα από ‘μας και στους οικείους μας, φίλους ή οικογένεια, οι οποίοι μάς γνωρίζουν αρκετά καλά, ζουν τη σχέση μας κι έτσι πολύ εύκολα οδηγούνται στο ίδιο συμπέρασμα μ’ εμάς. Μάλιστα, όσοι απ’ αυτούς μάς αγαπούν και μάς νοιάζονται αληθινά, μάς εκφράζουν τις αμφιβολίες τους άμεσα ή έμμεσα και στον βαθμό της οικειότητας που επιτρέπει η μεταξύ μας σχέση.

Και σ’ αυτό το σημείο, συμβαίνει το εξής απίστευτο κι αξιοσημείωτο. Σε κάθε νύξη επί του θέματος, φανερή ή διακριτική, σπεύδουμε να δικαιολογήσουμε το άλλο άτομο, εμάς, την ίδια τη σχέση μας, καταστάσεις, συμπεριφορές κι ό,τι άλλο μπορούμε. Σε σημεία μάλιστα, μπορείς να πεις ότι φτάνουμε να υποστηρίζουμε θερμά την άλλη πλευρά και να πασχίζουμε να κατευνάσουμε την όποια αμφιβολία του ατόμου που παραθέτει την άποψη και τα επιχειρήματά του κατά αυτής της σχέσης- τα ίδια που πριν πέντε λεπτά είχαμε κι εμείς!

Απίστευτο; Κι όμως αληθινό. Έχουμε ακριβώς τις ίδιες αμφιβολίες, τις οποίες μάλιστα εκφράζουμε στον σύντροφό μας, όταν όμως έρχεται η στιγμή να βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ οποιοδήποτε τρίτο άτομο σφυράμε κλέφτικα. Ένας απ’ τους λόγους, ίσως να είναι ότι θέλουμε κι έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε πως είμαστε ερωτευμένοι -είτε για να γλιτώσουμε από τη μοναξιά, από κάποιο απωθημένο, από μια παλιά πληγή- και συνεπώς το να παραδεχτούμε όλα αυτά που οι ίδιοι σκεφτόμαστε για τη σχέση μας σ’ ένα άλλο άτομο, μάς μεταφέρει άμεσα κι επιτακτικά την ευθύνη της λήξης της.

Επίσης μεγάλο χαρτί είναι κι ο εγωισμός μας. Επιβεβαιώνοντας λοιπόν τις αμφιβολίες, το ένστικτο και το προαίσθημα των υπολοίπων, αυτομάτως και για κάποιο λόγο, θεωρούμε ότι θα επηρεάσει την εκτίμηση, τον σεβασμό και τη συμπεριφορά τους προς το πρόσωπό μας, αφού ουσιαστικά παραδεχόμαστε μια λάθος επιλογή, μια κακή κρίση, μια άτυχη στιγμή μας. Κατά βάση όμως, αυτό που μας ενοχλεί περισσότερο κι ας μην το συνειδητοποιούμε, είναι ότι σε μια τέτοια παραδοχή, η αλήθεια φανερώνεται μπροστά μας και δεν είναι άλλη από την αδυναμία μας να κάνουμε πράξη αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε, με αποτέλεσμα να μοιάζουμε ή και να είμαστε αφερέγγυοι. Και μας είμαι αδύνατο να δεχθούμε οτιδήποτε από τα παραπάνω, προβάλλοντας τις φοβίες μας στους άλλους.

Η παραδοχή των λαθών μας λοιπόν, σ’ εμάς και στους οικείους μας, κάθε άλλο παρά αδυναμία δείχνει. Επίσης πρέπει και μάλιστα αμεσότατα, να αντιληφθούμε ότι αυτό που χρήζει προστασίας, δεν είναι ούτε ο ψευτό-εγωισμός μας ούτε μια πλαστή αψεγάδιαστη εικόνα μας προς οποιονδήποτε, αλλά ο χρόνος μας, τον οποίο δεν πρέπει να σπαταλάμε ανούσια σε οτιδήποτε, πόσο μάλλον σε σχέσεις με λάθος ανθρώπους.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου