Ο έρωτας σε όποια ηλικία και να μας βρει, είναι συναίσθημα πρωτόγνωρο, κτητικό, επιθετικό. Όσες φορές και να τον έχουμε βιώσει, πάντα μας βρίσκει απροετοίμαστους κι ανίκανους να τον διαχειριστούμε.
Ας θυμηθούμε τον εαυτό μας, σαν παιδί ή έφηβο. Κάθε φορά που μια προσωπικότητα προκαλούσε το ενδιαφέρον μας κι άρχιζε να μας αρέσει, αποκτούσαμε αμέσως μια επιθετική συμπεριφορά απέναντι του/της. Ήταν η περίοδος όπου αγόρια-κορίτσια προσπαθούσαμε να βρούμε την ταυτότητά μας, με μια τάση επανάστασης κι εγωισμού. Όλο αυτό το συναίσθημα, σε συνδυασμό με την απειρία μας να διαχειριστούμε οποιοδήποτε συναίσθημα και μαζί με την τάση μας να αποφεύγουμε την ειλικρινή αντιμετώπισή τους, μας οδηγούσε στην απόφαση να το κρύψουμε. Έτσι πιστεύαμε τουλάχιστον.
Στοχεύαμε ξαφνικά ένα άτομο- το άτομο ενδιαφέροντος μας- και ξεσπούσαμε σ’ αυτό όλα τα εφηβικά νεύρα μας, λες κι ήταν δική του ευθύνη που το γουστάρουμε. Ήμασταν πάντα ο αντίλογος σε ό,τι τολμούσε να ξεστομίσει. Μαύρο ο αντίπαλος, άσπρο εμείς, έτσι για την ιστορία. Μια συνεχής κόντρα η οποία αποτελούσε το φλέγον θέμα συζήτησης στην παρέα. Ομηρικοί καυγάδες, ακόμα και χειρονομίες, οδηγούσαν όλους στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μίσος μεταξύ σας κι εσείς ικανοποιημένοι ότι έχετε κρύψει καλά τα όσα νιώθετε.
Μεγαλώνοντας δεν αλλάξαμε και πολύ κι ας θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο. Υπάρχει ακόμα αυτό το άπειρο παιδί το οποίο πεισματικά αρνείται να εκφράσει τα όσα αισθάνεται, ιδίως όταν ο έρωτας το βρίσκει απροετοίμαστο ή αφορά άτομο για το οποίο θα ορκιζόταν ότι δεν του κάνει.
Αρνούμαστε ακόμα να δεχτούμε ότι η καρδιά πολλές φορές διαλέγει άτομα, τα οποία κατά τη γνώμη μας δεν πληρούν τις προϋποθέσεις-που έχουμε πλάσει στο μυαλό μας- για σύντροφοι, είτε αυτές αφορούν την εξωτερική εμφάνιση είτε στοιχεία του χαρακτήρα, ή απλά επειδή ορκιστήκαμε στον εαυτό μας ότι θα χαρούμε τη μοναξιά και την ελευθερία μας.
Κι έτσι βγαίνουμε στην επίθεση. Είμαστε εριστικοί, επιθετικοί, προκλητικοί κι ίσως προσβλητικοί, σε κάθε ευκαιρία. Δεν προλαβαίνει να πει κουβέντα κι αμέσως να πετάξουμε την μπηχτή μας ότι δεν συμφωνούμε με τα όσα λέει, έτσι για να ανάψουν τα αίματα και να μας δώσει έστω κι αρνητική σημασία. Αντίλογος άρνησης κι επίθεσης πάντα και παντού, στο τηλέφωνο, στα μηνύματα και στην κατά πρόσωπο επικοινωνία. Κάποιες φορές μάλιστα, επιλέγουμε και χειρονομίες, κάθε είδους, ώστε να δείξουμε έντονα την αντίθεση κι άρα να κρύψουμε με πάθος τα αληθινά μας συναισθήματα.
Αν μάλιστα, με οποιονδήποτε τρόπο, αντιληφθούμε ότι τα αισθήματα-αυτά που κρύβουμε- είναι αμοιβαία, τότε είναι που εντείνουμε την κόντρα. Γίνεται πλέον παιχνίδι υποταγής και κυριαρχίας. Ποιος θα λυγίσει πρώτος δηλώνοντας το ενδιαφέρον του; Ποιος θα υποκύψει στην καρδιά του και θα είναι ο χαμένος; Όχι, δε θα είμαστε εμείς, πρέπει να έχουμε το πάνω χέρι. Πρέπει εμείς να πούμε την τελευταία κουβέντα σ’ έναν καυγά, το τελευταίο επιχείρημα σ’ έναν αντίλογο, την πιο έξυπνη, προσβλητική κι υποτιμητική ατάκα στη συνομιλία. Πρέπει, πρέπει, πρέπει.
Σίγουρα όλο αυτό το παιχνίδι εγείρει τη φαντασία μας, δίνει μια νοστιμιά στη ρουτίνα μας, προκαλεί το μυαλό μας και στρέφει την προσοχή του άλλου πάνω μας κι όλα αυτά χωρίς να εκτεθούμε σε πιθανή απόρριψη. Για πόσο όμως θα είσαι στα μαχαίρια, όχι με τον άλλον, αλλά με τον εαυτό σου; Για πόσο θα κρύβεις πεισματικά από εσένα τον ίδιο, τα αισθήματα που τρέφεις γι’ αυτό το άτομο; Ωραίο να κρατάς την παιδικότητά σου μεγαλώνοντας, σε κάποιους τομείς, αλλά ίσως κάποια στιγμή οφείλεις να τιθασεύσεις το παιδί μέσα σου ώστε ν’ απολαύσεις τις χαρές που σου προσφέρει η ενήλικη πτυχή σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου