Αν μας πουν το ίδιο αστείο πολλές –απανωτές– φορές γελάμε όλο και λιγότερο, έως και καθόλου. Κι είναι απόλυτα λογικό, αφού γνωρίζουμε, απ’ την επανάληψη, τι πρόκειται ν’ ακούσουμε, κι έτσι το όποιο χιουμοριστικό στοιχείο χάνει σιγά-σιγά το νόημα και το ενδιαφέρον του.
Γιατί, λοιπόν, δεν αντιμετωπίζουμε και τα αρνητικά συναισθήματα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Πώς γίνεται να στενοχωριόμαστε με την ίδια ένταση κάθε μέρα, για πολύ καιρό και για το ίδιο πράγμα, είτε πρόκειται για μια προσωπική αποτυχία σε οποιονδήποτε τομέα, είτε για ένα χωρισμό, μια απόρριψη κι οποιαδήποτε άλλη απώλεια ή απογοήτευση;
Λες κι είμαστε προγραμματισμένοι να ξεπετάμε τη χαρά και να κολλάμε στη θλίψη μαζοχιστικά. Αυτή η αντίστροφη συμπεριφορά κι αντιμετώπιση έχει αιτιολογία ασφαλώς, και προφανώς οφείλεται στην ανθρώπινη φύση μας.
Θεωρούμε την ευτυχία αυτονόητη, δεδομένη, κι όσο τη βιώνουμε, τόσο πιο αχόρταγοι γινόμαστε. Καταλήγουμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αλαζόνες ως προς εμάς, τους άλλους αλλά κι ως προς την ίδια την ευτυχία. Τη θεωρούμε κτήμα μας και τελικά αντί να την απολαμβάνουμε στο μέγιστο, κάθε δευτερόλεπτο, φτάνουμε να την αγνοούμε και μαζί διαγράφουμε και τους αμέτρητους λόγους που ‘χουμε για να νιώθουμε πλήρεις.
Αγνοούμε παντελώς τα όσα η ευτυχία μας προσφέρει, τα υποτιμάμε, τα υποβιβάζουμε, υποβάλλοντας την ψυχοσύνθεσή μας σε μια συνεχή δοκιμασία να κυνηγάμε πράγματα, άτομα και καταστάσεις, κι όταν τελικά τ’ αποκτούμε, δεν τα ευχαριστιόμαστε όπως τους και μας αρμόζει.
Και δε φτάνει που χάσαμε το νόημα στα σημαντικά, το μεγεθύνουμε στα ασήμαντα, γιατί δε διατηρούμε, δυστυχώς, την ίδια απαξιωτική στάση απέναντι σε όσα μας πονούν. Ας αναλογιστούμε πόσα δάκρυα έχουμε ρίξει μερόνυχτα ολόκληρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, για ένα ερωτικό φινάλε ή τη ματαίωση μιας ερωτικής αρχής. Ας θυμηθούμε το κλάμα που ρίξαμε για ρομάντζα ανεκπλήρωτα ή απωθημένα, για φυγές, για μια επαγγελματική αποτυχία μας, ή για μια άβολη και στενάχωρη περίσταση, για την οποία έχουμε μεν ευθύνη, είναι όμως τετελεσμένη δε. Μπήκαμε οικειοθελώς για όλα αυτά σε μια κατάσταση πένθους, αυτομαστιγώνοντάς μας κι επιμένοντας να μας βασανίζουμε με «αν» και «γιατί».
Ίσως να ‘ναι εγωισμός κι άρνηση, ότι δεν είναι δυνατόν αυτό να συμβαίνει σ’ εμάς. Δεν το δεχόμαστε κι έτσι πέφτουμε σε λούπα, αντί να το αντιμετωπίσουμε. Ίσως πάλι να ‘ναι φόβος, επειδή χάσαμε κάτι οικείο και γνώριμο, και δε βρίσκουμε το κουράγιο να προχωρήσουμε τη ζωή μας ένα βήμα παρακάτω ή να προσπαθήσουμε ξανά. Όποιος και να ‘ναι ο λόγος, το σίγουρο είναι ένα, ότι τον πόνο τον αντιλαμβανόμαστε βαθύτερα, τον βιώνουμε, τον νιώθουμε σε κάθε μας κύτταρο, λες κι είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας.
Απ’ την άλλη, είναι απόλυτα φυσιολογικό, όταν μας συμβαίνει κάτι δυσάρεστο ξαφνικά, κάτι που μας ξεβολεύει απ’ τη ρουτίνα μας, να χρειαζόμαστε χώρο και χρόνο για να το επεξεργαστούμε, πολύ περισσότερο σε σύγκριση με κάτι θετικό κι όμορφο, που είμαστε πάντα προετοιμασμένοι κι ενθουσιασμένοι για να το υποδεχτούμε.
Οφείλουμε, όμως, στον εαυτό μας να μειώσουμε αυτό το χρονικό διάστημα στο ελάχιστο δυνατό, βοηθώντας μας να βρούμε τις ισορροπίες μας. Ας κλάψουμε, ας κοπανηθούμε, ας τα σπάσουμε όλα, μα να εκτονωθούμε, αντί να ανακυκλώνουμε το αγκάθι μέσα μας και να του επιτρέπουμε να μας βασανίζει. Μας το χρωστάμε, να συγκεντρώσουμε έγκαιρα τα κομμάτια μας και να επιστρέψουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς άμεσα, βρίσκοντας ασχολίες και δραστηριότητες που αγαπάμε και γεμίζουν εμάς και τον χρόνο μας.
Εκείνο, όμως, που οφείλουμε ακόμα περισσότερο στον εαυτό μας είναι να βιώνουμε το ίδιο έντονα τη χαρά και την ευτυχία, όταν την έχουμε ή μάλλον όταν τη βλέπουμε… Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε να περνούν απαρατήρητες αυτές οι μικρές στιγμές, που μας κάνουν να χαμογελάμε, αυτά τα μικρά, τ’ απλά, που είναι σπουδαιότερα όλων.
Ας κρατήσουμε στη σκέψη μας ότι ο πόνος, από ένα σημείο κι έπειτα, είναι αυθυποβολή ίσως κι επιλογή, κι ότι η ευτυχία δεν είναι κατάσταση ή προορισμός αλλά η δική μας οπτική για τη ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη