Η λογική μας, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, μπλοκάρει το συναίσθημά μας, με αποτέλεσμα να παίρνει σάρκα κι οστά ο στίχος ενός γνωστού τραγουδιού που λέει «Άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πώς να σου το πω;».
Ας μην είμαστε απόλυτοι, όμως. Δεν αναρωτηθήκαμε, σχεδόν ποτέ, πόσες φορές το συναίσθημα επηρεάζει τη λογική μας, με αποτέλεσμα να μην εκφράζουμε όλα όσα σκεφτόμαστε ή έστω με τον τρόπο που τα σκεφτόμαστε και να οδηγούμαστε έτσι σε ένα άλλο γνωστό άσμα που λέει «για ένα τίποτα μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα». Σπάνια λέμε ακριβώς αυτό που εννοούμε, αφού κρυπτογραφημένα μηνύματα αιωρούνται σε όσα τελικά ξεστομίζουμε.
Τα παραδείγματα άπειρα στην καθημερινότητά μας, και σε όλα τα επίπεδα -οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό, σχεσιακό. Οι λόγοι πολλοί και μάλιστα συνδέονται με τη διάθεσή μας, τον άνθρωπο που μιλάμε, τις κοινωνικές συνθήκες κι ασφαλώς τα συναισθήματά μας τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Σκεφτόμαστε κι υπεραναλύουμε στο μυαλό μας συμβάντα και καταστάσεις, πλάθουμε ολόκληρα σενάρια κι όταν έρθει η στιγμή κι οι σκέψεις να γίνουν λόγια, τα μισά τα στριμώχνουμε εκεί στην άκρη, κι αυτά ουρλιάζουν να βρουν διέξοδο. Κάποιες φορές πάλι διαλέγουμε να κρύβουμε λόγια, σκέψεις, καταστάσεις και συναισθήματα, με σκοπό να πάρουμε το αποτέλεσμα που επιθυμούμε, όπως μια συμβουλή στα μέτρα μας.
Το πιο κλασικό ίσως παράδειγμα των παραπάνω, αποτελεί η ιδέα ενός τσακωμού/μιας αντιπαράθεσης, συνήθως με τη σχέση μας, με τη στιχομυθία «-Τι έχεις; -Τίποτα» να ξεπερνάει σε συχνότητα ίσως ακόμα και τη λέξη «μαλάκας». Ο φόβος –μήπως συγκρουστείτε άσχημα ή οδηγηθείτε ακόμα και σ’ ένα φινάλε, αν πεις ακριβώς ό,τι σε απασχολεί– κι ο εγωισμός –να σου δώσει ο άλλος περισσότερη σημασία και να καταλάβει από μόνος του τι σε ενόχλησε, χωρίς να κάνεις ούτε μισό βήμα πίσω για να εξηγήσεις τα (για ‘σένα) αυτονόητα– μασκαρεύουν τις σκέψεις σου σε ένα καμουφλαρισμένο «Τίποτα». Για τον άλλον όμως μόνο, γιατί εσένα αυτό το «τίποτα» σε κατατρέχει, σε στοιχειώνει και σε πιέζει.
Ένα άλλο σύνηθες παράδειγμα είναι όταν το αμόρε μας μάς ανακοινώνει ότι θα βγει με την παρέα του χωρίς εμάς κι ενώ η στάση του σώματός μας και το βλέμμα μας αποκαλύπτουν πως έχουμε σπαστεί, το μόνο που ξεστομίζουμε είναι ένα «Καλά να περάσεις», και με τις δύο πλευρές να γνωρίζουμε πως δεν εννοείται αυτή η ευχή. Ίσως να ‘ναι απ’ τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου υπάρχει πίσω κείμενο στις λέξεις και σωστά δε φανερώνεται, παρά καλύπτεται με μία τυπική παρότρυνση, για τον λόγο ότι ο φαινομενικά θιγμένος γνωρίζει μέσα του ότι δεν έχει δίκιο να τσατίζεται κι ούτε λόγο να χαλιέται και πως απλώς υπερβάλλει. Αφορά καθαρά τη δική του ορθή διαχείριση συναισθημάτων, οπότε καλύτερα που σιωπά, αρκεί βέβαια το θέμα να λήξει εκεί.
Πολλές είναι κι οι φορές που ενώ μας αρέσει τρελά ένα άτομο, διαλέγουμε να διοχετεύουμε την καψούρα μας μέσα από κρυφά μηνύματα πίσω απ’ τις λέξεις μας, μέσα από ατάκες και σπόντες στοχευμένες που αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον μας τόσο όσο, χωρίς να μας εκθέσουν. Πάλι κυριαρχεί ο φόβος, αυτή τη φορά της απόρριψης, και πάλι επικρατεί ο εγωισμός, αφού «όποιος εκδηλωθεί πρώτος χάνει» σύμφωνα με έναν παλιό –κι εντελώς αβάσιμο– μύθο. Ίσως πάλι επιλέγουμε αυτήν την τακτική για να δημιουργήσουμε ένα μυστήριο γύρω μας, μ’ ένα υπονοούμενο να πλανάται, ώστε ν’ αυξήσουμε τις πιθανότητές μας να γοητεύσουμε τον άλλον.
Ακόμα και στις φιλίες, και στον κοινωνικό μας περίγυρο γενικότερα, αποφεύγουμε να εκφράσουμε ακριβώς αυτά που έχουμε στο μυαλό μας, με σκοπό να ‘μαστε περισσότερο αρεστοί κι αποδεκτοί, γλυτώνοντας ενδεχόμενες άβολες καταστάσεις ή δυσμενείς κριτικές. Αν κάτι μας ενοχλήσει ή μας νευριάσει, δε θα το κάνουμε γνωστό στον φίλο μας, αλλά αντ’ αυτού θα του πετάμε καρφιά, θα του πουλήσουμε ίσως κι ειρωνεία, νομίζοντας ότι εκτονώσαμε την ενόχληση ή και τον θυμό, παγώνοντας έναν εν δυνάμει καβγά. Άλλες φορές πάλι θα κρύψουμε επιμελώς την αλήθεια και θα απομονώσουμε αυτά που μας συμφέρουν, ώστε και να μην κριθούμε αλλά και να πάρουμε ως απάντηση αυτό που θέλουμε ν’ ακούσουμε.
Στηρίζουμε τις αποφάσεις μας, τις επιλογές μας, τη γνώμη των άλλων αλλά και των ίδιων για τον εαυτό μας σε λόγια μισά, ανολοκλήρωτα, σε κεκαλυμμένες κι ωραιοποιημένες αλήθειες, σε σπόντες και μπηχτές, για να πάρουμε ως αποτέλεσμα το να μας αγαπούν οι γύρω μας, για να ‘μαστε καλόβολοι, να ‘χουμε μια εικονική ισορροπία στη σχέση μας, να εξασφαλίζουμε την ασφάλειά μας, γιατί ποιος χωρίζει τώρα, να ακούσουμε αυτά που θέλουμε να μας πουν, γιατί δε γουστάρουμε κανείς να χαλάσει το παραμύθι που ζούμε.
Τελικά, δεν κρύβουμε λόγια απ’ τους άλλους αλλά την αλήθεια από εμάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη