Λένε ότι ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος, αφού βιώνεις ξαφνικά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, χάνεις την καθημερινότητά σου μαζί του και νιώθεις θλίψη, στεναχώρια κι άρνηση.

Κλασική αντίδραση, ειδικά των πρώτων ημερών, είναι η διακαής ελπίδα για επιστροφή του μέχρι πρότινος συντρόφου σου. Στέκεσαι πάνω από το κινητό, από το πρωί που θ’ ανοίξεις τα μάτια σου-αν κατάφερες δηλαδή να κοιμηθείς- και δεν κουνάς ούτε βλέφαρο μέχρι το βράδυ, που η ελπίδα σου πλέον εξανεμίζεται. Κάτι σαν το γεφύρι της Άρτας που ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν.

Η διάθεσή σου κι η ψυχολογία σου πιάνουν πάτο, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην εξωτερική σου εμφάνιση. Τριγυρνάς άσκοπα μέσα στο σπίτι με τις πιτζάμες ή τις παλιές τρύπιες φόρμες, φορώντας κάλτσες ή παντόφλες ζωάκια. Το μαλλί άπλυτο για μέρες, όπως κι εσύ, με τα δικά σου πρόσωπα ν’ αποφεύγουν να σε πλησιάσουν, αφού μυρίζεις σαν ασβοκούναβο.

Τα παντζούρια μένουν ερμητικά κλειστά για μέρες, αφού οποιαδήποτε υποψία φωτός, στα πρησμένα, από το κλάμα και την αϋπνία, μάτια σου, σε κάνει να συμπεριφέρεσαι σαν βρικόλακας που τον πέταξαν στο φως του ήλιου να λιώσει αργά και βασανιστικά. Κι αν κάποιος τολμήσει να ανοίξει κάποιο παράθυρο, προκειμένου να σε βοηθήσει, σπεύδεις να φορέσεις τα γυαλιά ηλίου, σαν άλλος ιδιότροπος σταρ, λέγοντας «Δεν έχω να κάνω καμία δήλωση. Ευχαριστώ».

Από το παραπάνω σουρεαλιστικό σκηνικό, δε θα μπορούσε να λείπει κι η αντίστοιχη μουσική επιμέλεια. Είναι δεδομένο ότι ακούς αποκλειστικά καψουροτράγουδα, ανεξαρτήτως μουσικών επιλογών προτού τον χωρισμό, αφού «οι χωρισμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ».

Παίζουν, σε επανάληψη, συνεχώς τα ίδια και τα ίδια μουσικά άσματα, λες κι υπάρχει μια άτυπη playlist χωρισμού. Κάπου ανάμεσα στα μυξοκλάματα και στους λυγμούς τραγουδάς με όλη τη δύναμη της φωνής σου- ή μάλλον της κακοφωνίας σου- «γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα» και δώσ’ του οι αναστεναγμοί και τα παράπονα. Συνεχίζεις με το «12 κι ούτε ένα τηλεφώνημα», ενώ καταβροχθίζεις πατατάκια, σοκολάτες, ξανά πατατάκια, ενώ πέφτουν από το στόμα σου υπολείμματα καθώς κλαις. Συνεχίζεις το δράμα σου, βάφοντας τις κουρτίνες «στο χρώμα που μισούσε», ενώ χαζεύεις φωτογραφίες και βίντεο, από κοινές σας στιγμές. Η λίστα κι ο πόνος καλά κρατεί με εσένα να σολάρεις το «δεν τελειώσαμε, δε γίνεται σου λέω δεν τελειώσαμε».

Και κάπου σ’ αυτό το σημείο, παρεμβαίνουν οι φίλοι σου-ίσως κι οι γείτονες αν τους έχεις σπάσει τα νεύρα με τις μουσικές επιλογές σου- οι οποίοι με το ζόρι σ’ αναγκάζουν να περιποιηθείς ελάχιστα την εξωτερική σου εμφάνιση, προκειμένου να σε βγάλουν για έναν καφέ. Προσπαθούν συνεχώς ν’ αλλάζουν συζήτηση, ώστε ν’ αποσπάσουν την προσοχή σου, αλλά εσύ εκεί, ακλόνητος, αφού ακόμα κι η παραμικρή άσχετη λεπτομέρεια γύρω σου, σού θυμίζει εκείνο το άτομο που σε έφερε σ’ αυτή την κατάσταση. Ό, τι κι αν ακούσεις βρίσκεις τον τρόπο να το συνδέσεις μ’ εκείνο, τα μάτια σου γεμίζουν δάκρυα κι αναφωνείς με καημό «όλα σε θυμίζουν απλά κι αγαπημένα». Καταλήγετε λοιπόν, αντί να σου φτιάξουν λίγο τη διάθεση, να τους μαυρίσεις την ψυχή κι όσο κι αν σ’ αγαπούν, σε γυρίζουν γρήγορα στο σπίτι. Άνθρωποι είναι κι αυτοί πόσο ν’ αντέξουν.

Περνούν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, αργά και βασανιστικά γι’ εσένα.  Βιώνεις τον χωρισμό σαν πρωταγωνιστής στην πιο δυνατή δραματική ταινία όλων των εποχών. Μόνο όταν μαζέψεις τα κομμάτια σου ξανά και σταθείς πλήρως στα πόδια σου, θ’ αντιληφθείς ότι τελικά πρωταγωνιστούσες σε μαύρη κωμωδία. Ανασυγκροτείς τις δυνάμεις σου, η playlist αλλάζει σε «είμαι μια χαρά, στα καλύτερά μου» κι άλλα λοιπά εκδικητικά άσματα κι αναζητάς την επόμενη ρομαντική κομεντί σου, ελπίζοντας σ’ ένα Oscar.

Πάλι για «Χρυσό βατούμουρο» σε βλέπω.

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου