Διανύουμε αναμφίβολα μια εποχή, όπου ο έρωτας κι οι σχέσεις χαρακτηρίζονται κυρίως από συναισθηματική ξηρασία, συνοδευόμενη από προσωπικές ανασφάλειες, φόβους κι έντονη τάση θυματοποίησης. Θεωρούμε ότι έχουμε το αλάθητο του πάπα, ότι κάνουμε τα πάντα σωστά και φταίει μόνιμα ο άλλος. Λατρεύουμε να το παίζουμε θύματα στην ιστορία του άλλου κι αν το σκεφτείτε καθαρά, είναι μια πολύ βολική στρατηγική για να μη στρέψουμε τη σκανδάλη προς το μέρος μας. Βλέπετε, είναι πολύ πιο ανώδυνο κι εύκολο, να μην αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας και τα λάθη μας, αλλά να χρεώνουμε τον λογαριασμό στον απέναντι. Λέξεις όπως η κριτική κι ο σεβασμός, ναι μεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό μας, μα σχεδόν ποτέ δεν ακολουθούν το συνθετικό «αυτό-».

Πόσο συχνά ακούμε τη φράση «τα έδωσα όλα και δεν άξιζε», ή «έδωσα πολλά και πήρα ψίχουλα», «καρδιά μου τα ‘δωσα όλα κι έμεινα στον άσσο» και πολλές ακόμα παρόμοιες, μίζερες μαλακίες, που όλοι έχουμε πει κατά καιρούς, πάνω στον πόνο και τον θυμό μας. Η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι «Ποιος σου ζήτησε να το κάνεις;» κι είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή είναι η σκληρή αλήθεια. Έχει γίνει τόσο δυσεύρετος ο έρωτας, με αποτέλεσμα, όταν τελικά καταφέρουμε να τον συναντήσουμε, να πέφτουμε με τα μούτρα και τελικά να τα σπάμε. Αυτό όμως είναι ξεκάθαρα δική μας επιλογή κι απόφαση, παρά το γεγονός ότι θάβουμε αυτή την αλήθεια βαθιά μέσα μας, ώστε να το παρουσιάσουμε στη συνέχεια, κεκαλυμμένα, σαν ενθουσιασμό.

Αν αποφάσισες, για τα μάτια του συντρόφου σου, να παρατήσεις τη ζωή σου, τις δραστηριότητές σου, τα χόμπι σου, τους φίλους σου, ώστε να είσαι απίκο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο για τη σχέση σου, πάω στοίχημα πως δε στο ζήτησε εκείνος, αλλά το θέλησες από μόνος σου. Αν κατέληξες ν’ αλλοιώσεις τον χαρακτήρα σου για να «ταιριάξεις» καλύτερα με τον έρωτά σου, ή συμβιβαζόσουν συνεχώς σ’ όλα, από φόβο μην τον χάσεις, είμαι σίγουρη ότι ήταν καθαρά δική σου πρωτοβουλία.

Κι αν το να τα δίνεις όλα, με ρίσκο να χάσεις εσένα, είναι ο τρόπος σου να ερωτεύεσαι, τότε μαγκιά σου. Αν προτιμάς να καθοδηγείσαι μόνο από το πάθος και την τρέλα που φέρνει ο έρωτας, παραγκωνίζοντας κάθε ίχνος λογικής,  είναι δικαίωμά σου και κανείς δε θα σου πει πως να το ζήσεις. Έχε όμως την ντομπροσύνη, να το πάρεις όλο πάνω σου, εάν δεν πάνε τα πράγματα όπως θα ήθελες. Γιατί; Γιατί ήξερες πάντα κι ας μην έβλεπες. Ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου, σχεδόν από την αρχή. Όπως ανοίγεις τα φύλλα σου, έτσι κάνει κι ο άλλος.

Ο χαρακτήρας του ανθρώπου που διάλεξες ή σε διάλεξε, ή τέλος πάντων αλληλοεπιλεχθήκατε, όπως κι οι προθέσεις του, ήταν είναι και θα είναι φανερές, μπροστά σου, όπως κι οι δικές σου. Σου κάνουν; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε πέσε με τα μούτρα ή τέλος πάντων ζήσ’ το όπως νομίζεις κι ας πέσεις έξω. Θα είναι όμως δική σου η απόφαση, η επιλογή και το λάθος. Αν πάλι η απάντηση είναι ότι όσα λαμβάνεις από το ταίρι σου, δε σου αρκούν, ότι το πάθος κι ο ενθουσιασμός σου δε συνάδουν με τα δικά του, σε βαθμό που σ’ ενοχλεί, τότε τι περιμένεις; Γιατί συνεχίζεις ν’ αναλώνεσαι σε κάτι που δε σε γεμίζει, δε σου φτάνει και πάνω απ’ όλα πρήζοντας ταυτόχρονα τον άλλον, που δήθεν αποκαλείς έρωτά σου;

Δεν υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά, στον έρωτα, μας αρέσει, δε μας αρέσει. Ο έρωτας είναι σαν παρτίδα πόκερ. Βλέπεις μόνο τα δικά σου φύλλα -όχι του άλλου- και ποντάρεις ανάλογα. Το αν θ’ αποφασίσεις να κάνεις από την αρχή ή στην πορεία all in, είναι δικαίωμά σου. Ασφαλώς δε γνωρίζεις αν θα κερδίσεις ή όχι την παρτίδα. Το ίδιο θα κάνει κι ο άλλος παίχτης. Θα δει τα φύλλα του και θα ποντάρει. Μπορεί ν’ ακολουθήσει το all in σου, αλλά μπορεί και να πάει πάσο. Δικαίωμά του, επίσης. Αν κερδίσεις έχει καλώς, αν πάλι χάσεις, αποδέξου ότι έπαιξες λάθος κι άσε τις δικαιολογίες, ότι φταίει η τύχη του άλλου. Παίξε, κέρδισε ή χάσε για εσένα.

 

«Το limit poker είναι επιστήμη, αλλά το no limit poker είναι τέχνη». (Crandell Addington)

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου