Ένας από τους βασικότερους λόγους που νιώθουμε έντονα έλλειψη ικανοποίησης, ανεπάρκεια κι αποτυχία είναι ότι συγκρίνουμε τον εαυτό μας και τη ζωής μας με τους γύρω μας, ιδιαίτερα τώρα που με την εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου η πρόσβαση σε λεπτομέρειες της ζωής των άλλων είναι περισσότερο προσβάσιμη από ποτέ.
Συνεχώς γινόμαστε μάρτυρες της ευτυχίας των γύρω μας -σε προσωπικό, φιλικό κι επαγγελματικό επίπεδο. Μας κατακλύζουν στιγμές τελειότητας, ευφορίας κι ευημερίας, με αποτέλεσμα να περνάει στο υποσυνείδητό μας ότι αφού μπορούν όλοι, οφείλουμε κι εμείς ν’ αγγίξουμε την τελειότητα. Μια τελειότητα που ναι μεν είναι ψευδής κι ουτοπική -στην πλειοψηφία της- αλλά από την άλλη δε θα έπρεπε και να μας αφορά. Δε θα έπρεπε δηλαδή να έχουμε ως μέτρο σύγκρισης την αληθινή ή αληθοφανή πραγματικότητα των γύρω μας αλλά να πορευόμαστε με βάση τα δικά μας όνειρα και στόχους.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο φωλιάζει μεγάλο μέρος της δυστυχίας μας αλλά και της αίσθησης αποτυχίας στη ζωή, αφού ό,τι και να κατορθώσουμε πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα έχει κατορθώσει -ή έτσι θα δείχνει- κάτι περισσότερο από εμάς. Αντί να έχουμε κύριο μέλημα να θέσουμε τους δικούς μας στόχους -μικρούς ή μεγάλους, εύκολους ή δύσκολους-, να τους κυνηγήσουμε και σε περίπτωση επιτυχίας να τους γιορτάσουμε, κολλάμε στα επιτεύγματα και κατορθώματα των γύρω μας.
Η ανωτέρω πράξη σύγκρισης αν συνδυαστεί με τον δικό μας προσωπικό φόβο αποτυχίας οδηγεί στην αυτό-ακύρωση και την αμφισβήτηση κάθε πιθανού στόχου, φιλοδοξίας κι ονείρου λόγω της πεποίθησης ότι είτε όλα μοιάζουν ασήμαντα μπροστά σ’ αυτά που άλλοι πέτυχαν είτε ότι δε θα γευτούμε ποτέ αντίστοιχη επιτυχία. Το αποτέλεσμα είναι από τη μία η απραξία μας κι από την άλλη η συνεχής σύγκριση με άτομα που κυνήγησαν τις επιθυμίες τους και τις υλοποίησαν ή έστω βρίσκονται σε καλό δρόμο. Έτσι καταλήγουμε να νιώθουμε μόνιμα αποτυχημένοι και κατ’ επέκταση ανολοκλήρωτοι, ανεπαρκείς και δυστυχισμένοι.
Από την άλλη αν δεν υποκύπτουμε σε τυχόν προσωπικούς φόβους κι ανασφάλειες, κυνηγήσουμε και κοπιάσουμε για την όποια -φιλόδοξη ή μη- επιτυχία μας και κατορθώσουμε να την αγγίξουμε, η σύγκριση επιστρέφει αργά ή γρήγορα στο αποτέλεσμα, αφού πάντα θα βρούμε εκείνο το άτομο που πέτυχε κάτι παραπάνω από εμάς σε αντίστοιχο τομέα. Συνεπώς ακυρώνουμε αυτόματα κάθε προσπάθειά μας, τον κόπο και την κούραση που βιώσαμε έως τον τερματισμό κι αντί να χαρούμε την όποια νίκη μας, αντί να νιώσουμε επαρκείς και πετυχημένοι, καταλήγουμε στη μιζέρια της σύγκρισης.
Είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα κάποιος να πετυχαίνει κάτι διαφορετικό από εμάς στον ίδιο τομέα. Διαφορετικό δε σημαίνει απαραίτητα και καλύτερο, όπως θέλουμε να επιβάλλουμε στον εαυτό μας. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις που αυτό ακριβώς σημαίνει, για εμάς πρέπει ν’ αποτελεί στοιχείο έμπνευσης, κινητοποίησης κι επαγρύπνησης κι όχι αιτία παραίτησης και μοιρολατρίας. Το πρώτο σημαντικό βήμα, λοιπόν, είναι να έχουμε στόχους, όνειρα και φιλοδοξίες. Επίσης κατά την προσπάθεια υλοποίησής τους οφείλουμε να εστιάζουμε ακριβώς εκεί, με παρωπίδες, χωρίς να αποσπάται η προσοχή μας από μάταιες κι άσκοπες συγκρίσεις, παρά μόνο αν είμαστε σε θέση να τις εκλάβουμε σαν πηγή έμπνευσης για να βελτιωθούμε. Τέλος, οφείλουμε να βιώσουμε τη χαρά και την περηφάνια σε κάθε μικρή ή μεγάλη, ασήμαντη ή σπουδαία νίκη μας προς τον τελικό στόχο. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να νιώσουμε πληρότητα, επάρκεια και την πολυπόθητη ευτυχία, γιατί κάτι απ’ αυτά που στοχεύσαμε, σχεδιάσαμε, διεκδικήσαμε στέφθηκε με επιτυχία.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που λένε ότι η ευτυχία είναι θέμα οπτικής. Ας διαλέξουμε αν θέλουμε όντως να την νιώσουμε ή αν θέλουμε να τρέχουμε πίσω απ’ την ευτυχία άλλων.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.