Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί στην ενήλικη ζωή μας τι είναι η ευτυχία; Συνεχώς, μέσα από συζητήσεις με φίλους, οικογένεια και παλιά ρητά, παίρνουμε την ίδια απάντηση. «Η ευτυχία κρύβεται στα πιο απλά πράγματα». Ενοχλητική η απάντηση, όσο κι η ενδεχόμενη αλήθεια της. Ειδικότερα στις μέρες μας, όπου όλοι μέσα στη μιζέρια μας, απολαμβάνουμε να παραπονιόμαστε για το καθετί.
«Πώς άλλαξε έτσι η ζωή μας;». «Πώς θα τα πληρώσουμε όλα αυτά;». «Δεν έχω λεφτά να ψωνίσω ρούχα, παπούτσια» -κι ας έχεις μια ντουλάπα που ουρλιάζει απ’ το ασφυχτικά γεμάτο περιεχόμενό της. «Δεν περνάω καλά στη δουλειά μου» και πολλά ακόμα παράπονα, που δε σταματούν να ενοχλούν την πληρότητα των στιγμών μας.
Και κάπου εδώ επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, η σοφία των παιδιών. Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι οι πιο πιστοί υποστηρικτές του «ευτυχία ίσον απλά καθημερινά πράγματα».
Το καλοκαίρι, λοιπόν, που περνούσα κι εγώ τη δική μου περίοδο μιζέριας, αναρωτιόμουν συνεχώς πού έχασα το νόημα, τη χαρά, την πληρότητα. Ώσπου πήρα την απάντησή μου με τη βοήθεια τεσσάρων μικρών παιδιών στην παραλία.
Παραδομένη στην ξαπλώστρα και καθώς απολάμβανα τον καφέ μου, εμφανίζεται ένα παιδί με έναν κουβά από τελειωμένη μπογιά. Έκατσε στην άμμο κι άρχισε να φτιάχνει καστράκια. Τότε το πλησίασαν άλλα τρία παιδιά κι όλα μαζί ξεκίνησαν να παίζουν, να βρέχονται, να γελούν, να φτιάχνουν απίστευτα σενάρια με κάστρα, πολιορκητές και πριγκίπισσες. Φαίνονταν πραγματικά ευτυχισμένα! Κι όλα αυτά με έναν κουβά…
Ταρακουνήθηκα και τότε άρχισα να σκέφτομαι ποιος μπορεί να ‘ναι ο δικός μου «κουβάς». Συνειδητοποίησα την απάντηση. Ήταν η κούνια στην αυλή μου.
Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρωινό που με ξύπνησαν οι γονείς μου (4 χρονών ήμουν τότε) κι ενθουσιασμένοι μου ζήτησαν να βγω στην αυλή, όπου κι αντίκρισα μία μεγάλη κούνια -ξέρετε, από αυτές που χωράνε δυο-τρία άτομα. Η χαρά μου απερίγραπτη κι ασφαλώς για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε το μοναδικό παιχνίδι για εμένα και την παρέα μου.
Ήταν το μέσο που μας πήγαινε παντού. Τη μία γινόταν πειρατικό καράβι, ανοιγόταν για μακρινούς προορισμούς, υποσχόμενους πολλές περιπέτειες. Την άλλη διαστημόπλοιο, με αποστολή να σώσει τον πλανήτη Γη. Γλυκές κι αθώες αναμνήσεις!
Αργότερα, στα προεφηβικά μου χρόνια, η κούνια ήταν πάντα ο τερματικός σταθμός για παγωτό και κουβέντα με τα παιδιά μετά από ατελείωτες ώρες παιχνιδιού στις αλάνες. Έπειτα, ήρθε η εφηβεία. Η κούνια σταθερή αξία, έτοιμη να υποδεχθεί εμένα και τους φίλους μου με τις άπειρες συζητήσεις κι αναλύσεις για τους πρώτους μας έρωτες. Πόσες χαρές, απογοητεύσεις και χωρισμούς έχει ζήσει αυτή η κούνια…
Ακολούθησαν τα φοιτητικά χρόνια. Ο καθένας απ’ την παρέα σπούδαζε σε διαφορετική περιοχή κι έτσι χάθηκε η κοινή καθημερινότητά μας. Αλλά η κούνια εκεί, σημείο αναφοράς σε κάθε επανασύνδεση, με καφέ ή ποτό και με διαφορετικού είδους πια συζητήσεις -πολιτική, φιλοσοφία, κοινωνικά θέματα. Είναι η ηλικία που νομίζεις ότι έχεις ψηθεί αρκετά απ’ τη ζωή και μπορείς να λύσεις όλα τα προβλήματα του κόσμου.
Και κάπως έτσι, περάσαμε στην κύρια ενήλικη ζωή μας, όπου λίγο-πολύ οι υποχρεώσεις μας έκοβαν και πάλι την καθημερινότητα. Όμως τα Σαββατοκύριακα πάλι εκεί, στο γνωστό αγαπημένο σημείο, στην κούνια μας, με ένα ποτήρι καλό κρασί, να μιλάμε για την καριέρα μας, κάποιοι για τον γάμο και τα παιδιά τους. Μεγαλώνουμε…
Κι ούτε μπορούν να ξεχαστούν τα ατελείωτα «γλέντια» στην αυλή, όπως τα αποκαλούσαν οι γονείς μας. Μαζώξεις και τραπέζια με συγγενείς και φίλους, εκείνους τους λίγους, τους κοντινούς, που ονομάζεις δικούς σου ανθρώπους. Ακόμα κι εκεί, η κούνα έκλεβε πάντα την παράσταση.
Last but not least –όπως λέμε και στο χωριό μου– το βράδυ που αποχωρίστηκα την αδερφή μου, αφού ξεκινούσε τη δική της οικογένεια. Πήραμε μερικά μπουκάλια κρασί, εφοδιαστήκαμε με πατατάκια και κάτσαμε οι δυο μας στην κούνια να αναπολούμε όλη την κοινή μας ζωή, χαζεύοντας φωτογραφίες και χαζογελώντας για όλες τις φορές που κάναμε σκανταλιές ή βγάλαμε εκτός ορίων τους γονείς μας.
Πόσες γλυκές αναμνήσεις της ζωής μου συνδεδεμένες με ένα αντικείμενο που με συντροφεύει από μωρό παιδί. Το πιο ευχάριστο κι ελπιδοφόρο; Πόσες ακόμα θα ακολουθήσουν τώρα που βρήκα τον δικό μου «κουβά»!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη