Θυμάστε την υπέροχη εποχή που ζούσαμε με τους γονείς μας; Μιλάω για τότε που ευχόμασταν να ενηλικιωθούμε για να «σηκωθούμε να φύγουμε από δω μέσα». Πού να ξέραμε ποιο θα ήταν το τίμημα της δήθεν ανεξαρτησίας μας; Κανείς δε μας είχε προετοιμάσει για το θέμα της συντήρησης, της διαχείρισης και της καθαριότητας ενός σπιτιού, αφού για κάποιο λόγο θεωρούσαμε δεδομένο ότι όλα τα παραπάνω γίνονται μόνα τους, άντε και με μικρή συμμετοχή από τους γονείς μας. Άσε που πολλά δεν τα γνωρίζαμε καν, για τον λόγο ότι οι γονείς προσπαθούσαν να διαφυλάξουν όσο μπορούσαν την παιδικότητα και την αθωότητά μας, αποφεύγοντας να μας γεμίζουν σκοτούρες.
Βέβαια -για να είμαστε ειλικρινείς- υπήρχε κι ένα άτομο το οποίο προσπαθούσε να μας φέρει σιγά-σιγά στον δρόμο της πραγματικότητας, αναθέτοντάς μας ελάχιστα καθήκοντα, ώστε «να μη γίνουμε γαϊδούρια» κι αυτό δεν είναι άλλο από την Ελληνίδα μάνα -εντάξει κι ο πατέρας, αλλά λιγότερο. «Φεύγοντας για το σχολείο πάρε να πετάξεις τα σκουπίδια». «Ώχου ρε μάνα σιχαίνομαι, άσε που θα βρωμίσουν τα ρούχα μου». Δεν έχω καταλάβει μέχρι και σήμερα πώς στο καλό πιστεύαμε ότι κρατώντας τη σακούλα θα λουστούμε ξαφνικά με την ανάλογη μυρωδιά.
Να συνεχίσω; «Κοίταξε να καθαρίσεις το δωμάτιό σου σήμερα. Ρούχα πεταμένα από δω κι από κει. Βιβλία και τετράδια στο πάτωμα. Τι πράγματα είναι αυτά; Έτσι θα κάνεις αύριο μεθαύριο στο σπίτι σου»; «Ναι, έτσι θα κάνω, κι άμα σ’ αρέσει. Θα καθαρίσω κάποια στιγμή». Γνωστοί διάλογοι αυτοί, κλασικοί, εικονογραφημένοι. Ήμασταν τόσο σκασμένα που ποντάραμε τα ρέστα μας στο ότι η μητέρα μας δε θ’ αντέξει για καιρό να βλέπει έτσι το δωμάτιο και τελικά θα το φροντίσει εκείνη, είτε μόνη της είτε με τη βοήθεια του πατέρα.
«Το πιάτο και το ποτήρι σου στον νεροχύτη γρήγορα. Εδώ δεν είναι ξενοδοχείο» μας έλεγαν. Κι εμείς μουρμουρίζαμε τα δικά μας, από μέσα μας όμως μην ακουστούμε. Κάτι αντίστοιχο γινόταν και με τ’ άπλυτα, λες και το κάναμε επίτηδες για να τους εκνευρίσουμε. Βέβαια, δεν ήταν έτσι, γιατί ποιος είχε όρεξη για γκρίνια; Απλώς θεωρούσαμε ότι όλα θα γίνουν μαγικά και κυρίως χωρίς τη δική μας παρέμβαση.
Και μια ωραία πρωία έρχεται η ώρα να πληρώσουμε το τίμημα της δήθεν ανεξαρτησίας μας. Μιλάω για τη στιγμή που μετακομίζουμε πλέον στο δικό μας σπίτι -όχι σαν φοιτητές παιδιά, μη γελιόμαστε, γιατί κι αυτή την περίοδο τα ίδια κάνουμε. Και τότε, το τίμημα δεν είναι άλλο από την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, αφού τίποτα πια δε γίνεται μαγικά όπως κάποτε πιστεύαμε.
Ξυπνάς, λοιπόν, το πρωί και φτιάχνεις έναν καφέ ώστε να ξεκινήσεις ,ε τις υποχρεώσεις σου. Λερώνεις δυο-τρία τζάτζαλα μάντζαλα. Γυρίζεις το απόγευμα και βουαλά είναι ακόμη εκεί που τ’ άφησες φωνάζοντας «Χριστίνα,, με τσέχασες. Κάποια με τσέχασε». Τα αγνοείς. Ανοίγεις ντουλάπια και ψυγείο να μαγειρέψεις κάτι, αναφωνώντας «αχ και να καταλάβαινα τότε που τα θεωρούσα όλα δεδομένα».
Καθώς ετοιμάζεται το φαΐ, θυμάσαι ότι δε θα έχεις ούτε βρακί να βάλεις αύριο αν δε βάλεις εκείνο το πλυντήριο που όλο ματαιώνεις λόγω κούρασης και λοιπών υποχρεώσεων. Άντε το έβαλες κι αυτό και τότε, γυρίζοντας να πλύνεις τα χέρια σου, βλέπεις τον καθρέφτη γεμάτο άλατα, σκόνες κι οδοντόκρεμες, γιατί ως γνωστόν όταν πλένουμε τα δόντια μας μας επιτίθεται φαλαινοκαρχαρίας. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Παίρνεις το πανάκι και το καθαριστικό τζαμιών και τον επαναφέρεις σε καλύτερη κατάσταση, σκεπτόμενος ότι κάποτε δε σ’ εκνεύριζε να το βλέπεις. Σωστά, γιατί εκνεύριζε κάποιον άλλον περισσότερο, τους γονείς σου.
Έτοιμο και το φαΐ κι επιτέλους αράζεις να χαλαρώσεις μπροστά στην τηλεόραση. Σ’ ένα διάλειμμα πληρώνεις και κάνα λογαριασμό να φεύγει από το κεφάλι σου. Σηκώνεσαι με τα πολλά να πας να ξαπλώσεις κι επικρατεί ένα χάος στο δωμάτιο, κάτι το οποίο επιβαρύνει τα νεύρα και την ψυχολογία σου, οπότε και προτιμάς να συμμαζέψεις παρά την κούρασή σου.
Μιας και ξεσηκώθηκες, ε, να μην πλύνεις και τα πιάτα μη μαζευτούν τίποτα ζωύφια -μακριά από εμάς και πλησιάζει κι η εποχή τους-; Και πάνω που πιστεύεις ότι τελείωσε η μέρα σου και ξεκινάς τη ρουτίνα του ύπνου, συνειδητοποιείς ότι έχει τελειώσει το πλυντήριο και μάλιστα εδώ και αρκετή ώρα. Αλλά πού ν’ ακούσεις τα διακριτικά μπιμπ που κάνει. Ενώ τους γονείς σου που φώναζαν και τους άκουγαν δυο τετράγωνα δε γινόταν να τους αγνοήσεις.
Και κάπως έτσι, όμορφα κι υπέροχα, κυλάει η κάθε μέρα, μετανιώνοντας που βιαζόσουν τόσο πολύ να φύγεις από το σπίτι και που ταλαιπωρούσες τους γονείς σου. Δε λέω, προσαρμόζεσαι και βρίσκεις τα πατήματά σου, ώστε να φέρεις την ισορροπία σιγά-σιγά. Αλλά, ρε παιδιά, ό,τι και να λέμε, ήταν πολύ διαφορετικά όλα όταν νιώθαμε ότι δεν είναι δική μας ευθύνη.
Υ.Γ Μαμά και μπαμπά, συγγνώμη, για όσες φορές δε βοήθησα. Αρκεί αυτό για να με βοηθήσετε εσείς τώρα; Τι, όχι; Μπορώ και μόνη μου; Άντε καλά…