Το πιο επικίνδυνο, για το ανθρώπινο είδος, φαινόμενο των ημερών είναι το γνωστό πλέον σε όλους «διαβάστηκε-χέστηκε». Σε καθημερινή βάση, ανθρώπινες ζωές και σωματικές ακεραιότητες κινδυνεύουν, ενώ τα νεύρα αυτών που το έχουν υποστεί, προσπαθούν να ισορροπήσουν σε τεντωμένο σχοινί.

Είναι τόσο συχνό κι έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις πλέον, συγκεντρώνοντας πολλούς πιστούς ακόλουθους, που όλοι ασχολούμαστε με αυτό, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Εάν δε, αναγνωριζόταν ως ποινικό αδίκημα, παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της γης θα ήμασταν τώρα φυλακή ή και στο χώμα, ανάλογα πάντα το ταμπεραμέντο του θύματος.

Υπάρχει όμως κι ένα μερίδιο του είδους μας, ευτυχώς μικρό ακόμα, που έχει εξελίξει το παραπάνω φαινόμενο, έχει ανεβάσει τον βαθμό δυσκολίας και το έχει αναγάγει σε τέχνη. Τι δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από το «διαβάστηκε»; Κι όμως υπάρχει, το δε διαβάστηκε ποτέ. Στην πρώτη περίπτωση τουλάχιστον, μπορεί να αμφισβητηθεί η αθωότητά σου σ’ ένα δικαστήριο. «Το διάβασα κε. Πρόεδρε αλλά τρέχω, δεν πρόλαβα και μετά ξεχάστηκα» θα πει ο παραλήπτης. Στη δεύτερη περίπτωση όμως κανένας δε θα αμφισβητήσει το δίκιο σου.

Αποφασίζεις λοιπόν, εκείνη την αποφράδα ημέρα και στιγμή να στείλεις μήνυμα στο πρόσωπο που σε ενδιαφέρει, που κάτι παίζει, που κάτι ερωτικό συμβαίνει βρε αδερφέ. Έχεις λίγο και την αγωνία, οπότε τσεκάρεις αν παραδόθηκε. Αφού το επιβεβαιώνεις λοιπόν, πολύ φυσιολογικά, ανυπομονείς για μία απάντηση. Χα! Καλά να σε παίζει ο νους σου, που λέει κι ο πατέρας μου. Θα μείνει στο παραδόθηκε, με εσένα να βγάζεις καπνούς από τα αυτιά και να γυρίζει το κεφάλι σου από τα νεύρα, σαν τον τρελό του χωριού.  Σε σπανιότερες περιπτώσεις το μήνυμα μπορεί ν’ απευθύνεται σε κάποιον φίλο, γνωστό ή συνάδελφο και τα νεύρα, εάν δε διαβαστεί, είναι σχεδόν τα ίδια όσο και στον τομέα του φλερτ.

Περνάει μία ολόκληρη μέρα με τον εκνευρισμό σου να χτυπάει κόκκινο. Δεύτερη μέρα, αρχίζεις ν’ αγανακτείς. Την τρίτη μέρα, χτυπάει την πόρτα σου η ξενέρα για το άτομο αυτό αλλά και για εσένα που έστειλες εξ αρχής. Φτάνουμε αισίως στην πέμπτη μέρα, χωρίς να θρηνούμε θύματα, κι έχεις πλέον αρχίσει να χλευάζεις το περιστατικό και τη δειλία του παραλήπτη. Έπειτα από καμιά δεκαριά μέρες, έχεις ήδη πειστεί για το ποιόν του άλλου, διαγράφεις το περιστατικό από τη μνήμη σου και συνεχίζεις τη ζωούλα σου.

Περνούν οι μήνες- σε κάποιες περιπτώσεις και χρόνια ολόκληρα- και ξαφνικά ακούς «γκλιν-γκλιν», πιάνεις το κινητό και τσα, το μήνυμα διαβάστηκε κι απαντήθηκε κιόλας. Στέκεσαι αποσβολωμένος χωρίς να μπορείς να βγάλεις μιλιά κι αρχίζεις να σκέφτεσαι «βρε, μήπως είχε πέσει σε κώμα και τώρα συνήλθε»; Γρήγορα επανέρχεσαι στην πραγματικότητα κι είσαι σε φάση που αναρωτιέσαι εάν πρέπει να γελάσεις, να βρίσεις, ν’ αγνοήσεις τον αποστολέα ή να τον ειρωνευτείς.

Περνάει το πρώτο σοκ και σε πιάνει το δεύτερο. Αυτόματα επιστρέφουν στο μυαλό σου όλα τ’ αρνητικά συναισθήματα που ένιωσες για όσο διάστημα σου πήρε ν’ αποδεχθείς ότι δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει το μήνυμά σου. Γράφεις εκείνα τα κατεβατά, που μπορούν να γεμίσουν σελίδες ολόκληρες και που ο παραλήπτης θα κάνει τουλάχιστον πέντε λεπτά να διαβάσει. Πάνω στον εκνευρισμό σου μάλιστα πατάς και λάθος γράμματα, παρεμβάλλεται και το auto correct κι είναι έτοιμο το σωστό, το νευριασμένο μήνυμα.

Το κοιτάς για λίγο, επανέρχεται η λογική σου και θυμάσαι πόσο καλύτερα είσαι όλο αυτόν τον καιρό χωρίς μια τέτοια άχρηστη, δειλή σχέση-οποιουδήποτε είδους. Σβήνεις την έκθεση που μόλις έγραψες κι αποφασίζεις να δουλέψεις με τη μέθοδο «διαβάστηκε-χέστηκε». Έτσι είναι παιδιά, οι μαλακίες επιστρέφονται.

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου