Ανέκαθεν ο έρωτας υπήρξε συνυφασμένος, υποσυνείδητα και μη, με την αδυναμία κι ο λόγος είναι απλός. H εμφάνιση και μόνο αυτού του συναισθήματος, αρκεί για να υποταχθεί και να παραγκωνιστεί κάθε ίχνος λογικής μπρος στα «θέλω» της καρδιάς και δυστυχώς οτιδήποτε περιλαμβάνει καθαρά το συναίσθημα, έχουμε βαλθεί, λανθασμένα, να το θεωρούμε αδυναμία. Και λέω λανθασμένα, γιατί κανένα συναίσθημα που τυχόν βιώνουμε, δεν αποτελεί από μόνο του μελανό σημείο, μειονέκτημα ή αχίλλειο πτέρνα. Αντιθέτως, είναι ο χώρος που εμείς οι ίδιοι του δίνουμε, κι όσο περισσότερο του παραχωρούμε, τόσο λιγότερο ικανοί είμαστε να το διαχειριστούμε στη συνέχεια.

Κι ο ερωτευμένος κάνει ακριβώς αυτό, επιτρέπει σ’ αυτό το καθηλωτικό συναίσθημα, να διεκδικήσει και να κερδίσει μεγάλο χώρο στην καθημερινότητά του. Ουσιαστικά, ο ερωτευμένος ξαφνικά φεύγει από το επίκεντρο της ζωής του κι επιτρέπει στον νέο του έρωτα να γίνει όλος του ο κόσμος. Ξυπνάει και κοιμάται με τη σκέψη αυτού του ατόμου, ζει κι αναπνέει για τη στιγμή της ταχυκαρδίας στην όψη του και λαχταρά την ώρα που θα νιώσει την καυτή ανάσα πριν το φιλί του. Αλλάζει και προσαρμόζει το πρόγραμμά του, ή ακόμα και το αδειάζει, αφήνοντας εκτός φίλους και δραστηριότητες, προκειμένου να κερδίσει μερικές ακόμα ώρες με τον έρωτά του.

 

 

Κι είναι φυσικό επόμενο, κάτι που αποκτά τόση επιρροή στη ζωή μας, ταυτόχρονα να εξάπτει τον ανθρώπινο εγωισμό μας. Αφού αυτό το άτομο έγινε ξαφνικά ο πυρήνας της ύπαρξής μας, έχουμε την απαίτηση να γίνουμε κι εμείς της δικής του. Από τη στιγμή που παραχωρήσαμε τόση δύναμη σ’ ένα άτομο, θεωρούμε υποχρέωσή του να γίνουμε η αδυναμία του, ολοκληρωτικά. Κι όσο αυτό δε συμβαίνει, τόσο εκρήγνυται η ζήλια κι η κτητικότητα. Οποιαδήποτε λιγότερο υποχωρητική συμπεριφορά από τον έρωτά μας, αυτομάτως απορρίπτεται από ‘μας και θεωρείται σαν προσπάθεια συμπόνοιας και λύπησης από πλευράς του, κάτι που φουντώνει ακόμα περισσότερο τον εγωισμό μας. Το τελικό αποτέλεσμα δηλαδή, είναι για πολλοστή φορά το ίδιο: φταίνε τα πάντα όλα, εκτός από ‘μας.

Αποδίδουμε τη δική μας αδυναμία διαχείρισης στο ίδιο το συναίσθημα, προβάλλουμε τις ευθύνες των δικών μας πράξεων σε κακό ή ελλιπή χειρισμό από τον έρωτά μας. Αυτή η διαστρεβλωμένη αντίληψη μάς οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο να παλέψουμε, με νύχια και με δόντια, να επιβληθούμε στον έρωτά μας, με σκοπό να διεκδικήσουμε όσα αλόγιστα εμείς οι ίδιοι παραχωρίσαμε στο όνομά του. Κάνουμε σκοπό ζωής να πετύχουμε την ανώτερη θέση μας, ώστε να μη νιώθουμε οι χαμένοι της κάθε μάχης αλλά κι ολόκληρης της εκστρατείας, ενώ εμείς οι ίδιοι επιλέξαμε να παραδοθούμε αμαχητί.

Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο κρύβεται η μεγαλύτερη παγίδα.  Δεν υπάρχει καμία μάχη, ή τουλάχιστον δεν είναι αυτό το νόημα του έρωτα. Το νόημα του έρωτα είναι ν’ αφήνεσαι χωρίς να παραδίνεσαι, να τον βιώνεις αλλά όχι να ζεις μέσα απ’ αυτόν. Η μόνη μάχη που ουσιαστικά πρέπει κι επιβάλλεται να δίνουμε και μάλιστα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας είναι αυτή με τον ίδιο μας τον εαυτό και συγκεκριμένα στην προκείμενη, με τα ίδια μας τα συναισθήματα. Δεν έχει νόημα να επιβληθούμε στον άλλον, αντιθέτως έχει μεγάλη σημασία να επιβληθούμε στα συναισθήματά μας, να μάθουμε να τους δίνουμε τον χώρο που χρειάζονται ώστε να ευδοκιμήσουν κι όχι παραπάνω ώστε ανεξέλεγκτα να φτάσουν ν’ ασφυκτιούν. Απαιτείται ν’ ανακτήσουμε την εξουσία πάνω τους κι όχι να τους επιτρέψουμε να εξουσιάσουν εμάς. Αυτό είναι το νόημα και μόνο τότε θα καταφέρουμε ν’ απολαύσουμε τον έρωτα όπως του αρμόζει. Ολοκληρωτικά αλλά όχι καταστροφικά.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου