«Όσο κι αν ψάχνω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι, τρελή να μ’ έχει κάνει όπως του Πειραιά» κι είναι λογικό, αφού στη μία άκρη του βρίσκεται η Δραπετσώνα, η πόλη όπου έζησα τα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια, στην άλλη άκρη του η Πειραϊκή, όπου μένουν αρκετοί απ’ τους παιδικούς μου φίλους, και κατά μήκος του απλώνεται το κέντρο του Πειραιά, εκεί όπου σεργιάνισα στις πρώτες μου εξόδους.
Πειραιάς∙ ένα μέρος, χιλιάδες αναμνήσεις, ένας τόπος λατρεία, μία μεγάλη αγάπη. Δε γίνεται να μην ερωτευτείς αυτήν την πόλη, κι όποιος έχει ζήσει έστω και λίγο εκεί, γνωρίζει πολύ καλά για ποια αίσθηση μιλάω. Κάθε στενό, κάθε γειτονιά, κάθε συνοικία του μυρίζει κάτι από θάλασσα, κάτι από ελευθερία, κάτι από παλιές αυθεντικές εποχές, με τους ρεμπέτες του που άφησαν μια σπουδαία παρακαταθήκη στην ελληνική μουσική.
Κι όχι μόνο, αφού αυτή η μαγκιά, λες και πέρασε στο DNA κάθε Πειραιώτη και Πειραιώτισσας. Άνθρωποι ντόμπροι κι ειλικρινείς, παιδιά απλά, λαϊκά. Φιλόξενοι, καλοσυνάτοι και κοινωνικοί, μέχρι κάποιος να μας ενοχλήσει και να του τα πούμε (πασα)λιμανιώτικα, γιατί εδώ η αξιοπρέπεια είναι που μετράει περισσότερο από καθετί. Κι όταν έχουμε νταλκάδες, αγαπάμε ακόμα να γλεντάμε μέχρι πρωίας και να ζούμε τη στιγμή.
Κι αν δε με πιστεύετε, μπορείτε να κάνετε μια βόλτα μέχρι την Τρούμπα, και θα καταλάβετε αμέσως για τι μιλάω. Η άλλοτε κακόφημη γειτονιά στο κέντρο του Πειραιά, με τα σινεμά που πρόβαλλαν μόνο ερωτικές ταινίες και με τους οίκους ανοχής να περιμένουν τους ναύτες που κατέφθαναν στο λιμάνι, σήμερα αποτελεί το πιο in στέκι διασκέδασης για όλη την Αθήνα, με πολλά κλαμπάκια, έτοιμα να σου προσφέρουν μια ξέφρενη νύχτα διασκέδασης και χορού, όπως μόνο ο Πειραιάς κι οι κάτοικοί του ξέρουν να περνούν καλά.
Δεν είναι, όμως, μόνο το φλογερό ταμπεραμέντο των ανθρώπων του κι η νυχτερινή ζωή που σε κάνουν να λατρέψεις τον Πειραιά αλλά κι η ίδια η περιοχή, με τα όσα μπορεί αβίαστα να σου προσφέρει μες στη μέρα. Τι καλύτερο απ’ το να απολαύσεις έναν καφέ με τα φιλαράκια σου, με θέα το απέραντο μπλε της θάλασσας. Θυμάμαι τις πρώτες μου κοπάνες ως μαθήτρια, με εμένα και την παρέα μου να το σκάμε απ’ το σχολείο για να πιούμε φραπέ στη Μαρίνα Ζέας ή στον Ιστιοπλοϊκό στο Μικρολίμανο. Άλλες φορές πάλι, προορισμός μας ήταν ο «Μακρίδης» στο Πασαλιμάνι, για να απολαύσουμε αμέτρητες παρτίδες μπιλιάρδου.
Θυμάμαι ακόμα, και πάντα νοσταλγώ, τις Κυριακές με την οικογένειά μου, σε κάποιο απ’ τα ταβερνάκια στην Πειραϊκή, πάντα αναπνέοντας ιώδιο. Κι αργότερα, το βραδάκι, μαζευόμασταν εμείς οι Ολυμπιακοί και παλεύαμε να βρούμε μια θέση σε μία απ’ τις καφετέριες στο Πασαλιμάνι, για να δούμε την ομάδα μας όλοι μαζί, φωνάζοντας ευλαβικά συνθήματα, στα εκτός έδρας παιχνίδια, γιατί στα εντός εννοείται πως ήμασταν μέσα στο Καραϊσκάκη, λίγο έξω απ’ το κέντρο της πόλης.
Πώς να ξεχάσω, επίσης, την κατάθεση του χαρτζιλικιού μου σε ψώνια, συχνά-πυκνά, τ’ απογεύματα με τους φίλους. Οι πειρασμοί πολλοί κι όλοι πολύ κοντά σου. «Πάμε στη Φίλωνος για παπούτσια και στη Σωτήρος για ρούχα;». Κι η απάντηση ήταν πάντα «ναι», ενώ η τσέπη έμενε κλασικά άδεια. «Μα εμείς θα ζήσουμε, κι ας είμαστε φτωχοί» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το τραγούδι της Δραπετσώνας.
Και πέρασαν τα χρόνια και τελείωσα το λύκειο κι έπρεπε να αποχωριστώ αυτήν την πόλη, για να μετακομίσω αλλού. Μα αυτός ο αποχωρισμός δεν κράτησε για πολύ, αφού ο Πειραιάς έχει έναν περίεργο τρόπο να καλεί πίσω, έστω και για λίγο, τους Πειραιώτες του. Κι υπήρξαν κι άλλοι πολλοί που τον γνώρισαν ως φοιτητές, όταν πέρασαν στο ΠΑ.ΠΕΙ, όπως αποκαλούν το Πανεπιστήμιο του Πειραιά κι έζησαν τα πιο όμορφά τους χρόνια στο πιο όμορφο μέρος.
Κι όσοι ‘φυγαν από ‘κεί, τον κουβαλούν πάντα μαζί τους και ψάχνουν διαρκώς αφορμές να επιστρέφουν. «Θέλω να γυρίσω στα παλιά» λέει, άλλωστε, και το τραγούδι, το οποίο εμπνεύστηκε απ’ αυτήν την πόλη και τις συνοικίες της.
Εις το επανιδείν, λοιπόν…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη