«Εσύ θα ‘ρθεις στο πάρτι μου;» σε ρωτάνε δυο ματάκια γεμάτα καλοσύνη κι αθωότητα, δύο χειλάκια που τρέμουν ελαφρώς από λαχτάρα ν’ ακούσουν το «ναι» κι από φόβο μήπως ακούσουν το «όχι».
Δε νομίζω ότι υπάρχει φράση που να χαρακτηρίζει περισσότερο ένα παιδί. Ένα παιδί που έχει τη χαρά των γενεθλίων του, που ανυπομονεί να το τιμήσουν με την παρουσία τους οι μικροί του φίλοι για να μοιραστούν μαζί τη χαρά, τον ενθουσιασμό και το παιχνίδι. Ένα παιδί που καρδιοχτυπά στην ιδέα ν’ ανοίγει τα δώρα του, που καρτερεί να ‘ρθει η στιγμή να σβήσει την τούρτα του. Ένα παιδί που απλά ψάχνει να δημιουργήσει μια όμορφη ανάμνηση. Κι όμως, εμείς, οι ενήλικες, οι ώριμοι, που ‘χουμε φάει τη ζωή με το κουτάλι, βρήκαμε τρόπο να δηλητηριάσουμε κάτι τόσο αγνό και τρυφερό. Βρήκαμε τρόπο να επηρεάσουμε το πόσο ευτυχισμένο ή όχι θα γίνει ένα παιδί ως ενήλικας.
«Όχι, αγάπη μου, δε θα πάμε στο πάρτι της Αννούλας/του Κωστάκη/της Μαρίας/του Γιωργάκη, γιατί…». Τα «γιατί» που συνεχίζουν αυτήν την πρόταση, αναρίθμητα. Γιατί είναι παιδί χωρισμένων γονιών, γιατί είναι παιδί πρόσφυγα/μετανάστη ή κατάγεται από άλλη χώρα. Γιατί έχει ψείρες, γιατί προέρχεται από αδύναμη οικονομικά οικογένεια. Γιατί γεννήθηκε με κινητικό πρόβλημα, αυτισμό, σύνδρομο Down. Γιατί πιστεύει σε διαφορετικό θεό. Γιατί είναι αντιδραστικό, γιατί είναι αγόρι και του αρέσει το ροζ, γιατί είναι κορίτσι και ντύνεται σαν αγόρι. Και τα «γιατί» συνεχίζονται…
Μ’ αυτό το «όχι», όμως, δεν αρνούμαστε απλά την παρουσία μας σ’ ένα πάρτι, αλλά γκρεμίζουμε το όνειρο και τον ενθουσιασμό ενός παιδιού, πληγώνουμε κομμάτι της αυτοπεποίθησής του και συμβάλλουμε στο να πλάσουμε έναν ανασφαλή ενήλικα, με ένα φόβο απόρριψης και μια ανάγκη για αποδοχή να τον καταδιώκουν. Μ’ αυτό το «όχι», αυτόματα, διδάσκουμε τα δικά μας παιδιά μας να μην αποδέχονται οτιδήποτε κι οποιονδήποτε διαφέρει από ‘κείνα και τα πιστεύω τους, ν’ αποστρέφονται ό,τι τους μοιάζει ξένο ή θεωρούν ότι τους χαλά την αισθητική, δημιουργώντας ανθρώπους χωρίς ενσυναίσθηση.
Κρίνουμε κι απορρίπτουμε ψυχές, πόσο μάλλον παιδικές, για στοιχεία που δε διάλεξαν. Για χαρακτηριστικά που τυχαία δεν έχουμε κι εμείς. Γιατί θα μπορούσαμε να ‘χαμε γεννηθεί σ’ έναν άλλο τόπο, με πιο σκούρο δέρμα, να πιστεύαμε σ’ άλλο θεό, να μην είχαμε πολλά λεφτά ή να ‘χαμε άλλη σεξουαλική ταυτότητα.
Αναλογιστήκαμε ποτέ, με πόση ευκολία θα μπορούσε να στοχοποιηθεί το δικό μας παιδί και να βρεθεί σε μια παρόμοια δυσάρεστη κατάσταση; Πώς είναι δυνατόν να αποκαλούμαστε γονείς όταν γεμίζουμε, συχνά ύπουλα και με πλάγιους τρόπους, τα παιδιά μας με μίσος, αντί να πασχίζουμε να τα διδάξουμε πώς να σέβονται και να αγκαλιάζουν το διαφορετικό; Πώς έχουμε το θράσος να αυτό-αποκαλούμαστε άνθρωποι όταν έχουμε απέναντί μας έναν άλλον άνθρωπο –μικρότερο σε ηλικία μεν αλλά που έχει την ευλογία να γνωρίζει και να κατανοεί ακόμα τι σημαίνει αγάπη– κι εμείς με ένα «όχι» κι ένα εμετικό «επειδή» να του ρουφάμε την αγνότητα και την καλοσύνη απ’ την καρδιά του;
Σκέψου, λοιπόν, τι είδους γονιός και τι είδους άνθρωπος θέλεις να ‘σαι, σκέψου καλά τις βάσεις και τα διδάγματα που θέλεις να περάσεις στο παιδί σου, γιατί όσο ανεξάρτητη προσωπικότητα να ‘ναι, εσένα έχει πρότυπο κι από ‘σένα θα διαμορφώσει το μεγαλύτερο ποσοστό του χαρακτήρα του. Σκέψου καλά πριν πεις αυτό το «όχι».
Εσύ θα ‘ρθεις στο πάρτι μου; Σου απαντώ, ψυχή μου, με κάθε ειλικρίνεια: «Αποτύχαμε ως γονείς κι ως άνθρωποι. Συγγνώμη».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη