Οι εξαρτημένοι σε κάποιον έρωτα που έχει τελειώσει -το πιο πιθανό οριστικά κι αμετάκλητα- να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Και δεν εννοώ να τα σηκώσετε για να δηλώσετε την παρουσία σας. Εννοώ το άλλο σήκωμα χεριών, αυτό που δηλώνει παραίτηση, απογοήτευση κι απηύδησμα. Ας κάνω εγώ την αρχή, φωνάζοντας μάλιστα ένα τεράστιο «ήμαρτον» στον εαυτό μου.

Θ’ αναρωτιέστε για ποιον λόγο αντιδρώ έτσι και γιατί καλώ να κάνετε το ίδιο κι όλοι εσείς που αντιμετωπίζετε μια παρόμοια κατάσταση. Κι όχι, η απάντηση δεν είναι «επειδή μου την έχει σβουρήξει» -ακόμη τουλάχιστον- αλλά επειδή ειλικρινά ώρες ώρες δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μ’ αυτόν τον έρωτα, γιατί τόσο πολύ και γιατί δεν τον αφήνω επιτέλους να κλείσει οριστικά μέσα μου, αφού έτσι κι αλλιώς αυτό είναι μονόδρομος.

Για να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένη λοιπόν αναφέρομαι σ’ εκείνο το φοβερά επίπονο συναίσθημα της εξάρτησης από μια σχέση -πάσης φύσεως- που έχει τελειώσει, είτε πρόσφατα είτε παλιότερα, αλλά δεν έχει και καμία σημασία. Κι όμως εμείς ακόμη παλεύουμε με τον εαυτό μας και μάλιστα στο εντελώς άκυρο κάθε φορά, αφού μας σκάνε μνήμες ή μας τα σκάει κυριολεκτικά το υποσυνείδητο και θέλουμε να γυρίσουμε πίσω ή έστω να επικοινωνήσουμε ενώ ξεκάθαρα γνωρίζουμε ότι δεν πρέπει, ότι θα φάμε ξανά τα μούτρα μας, ότι είναι άδικος κόπος, ότι ότι ότι. Έχετε ήδη αρχίσει να σηκώνετε κάποιοι τα χέρια σας, έτσι δεν είναι;

Είσαι λοιπόν μόνος στο σπίτι, έχεις αντεπεξέλθει κακήν κακώς σε μια άσχημη μέρα και μόλις έχεις αράξει να χαλαρώσεις και ν’ αδειάσεις το κεφάλι σου. Ίσως έχεις βάλει και μια σειρά ή την τηλεόραση να παίζουν κάπου στο background. Και ξαφνικά από το πουθενά σε κατακλύζουν σκέψεις με πρωταγωνιστή αυτόν τον άδοξο έρωτά σου. Σκέφτεσαι πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν ήταν τώρα εκεί μαζί σου, αν σε έπαιρνε μια αγκαλιά και σε κρατούσε σφιχτά για όση ώρα το είχες ανάγκη. Και τότε, όσο εσύ αναρωτιέσαι τα παραπάνω, εμφανίζονται δειλά δειλά όλες οι σχετικές αναμνήσεις σας που όντως συνέβαιναν όλα αυτά κι ένιωθες πράγματι πιο δυνατός κι ασφαλής. Και κάπως έτσι τα σενάρια πιάνονται αγκαζέ με τις αληθινές μνήμες και σου προκαλούν τέτοιο συναισθηματικό πόνο που δεν έχει προηγούμενο. Εγκλωβίζεται το μυαλό σου στη θύμηση και παραμένει εκεί με τη θέλησή του ώστε να καθυστερήσει ν’ αντιμετωπίσει ξανά την πολύ διαφορετική πραγματικότητα.

Σ’ αυτό το σημείο συνήθως θα κάνεις και το ξέσπασμά σου -ό,τι και να σημαίνει αυτό για τον καθένα, από το ν’ ανάψεις τσιγάρο και να βάλεις ποτό μέχρι να ξεσπάσεις σε κλάματα. Και το ξέσπασμά σου αυτό συνοδεύεται από άπειρες σκέψεις, από αναρίθμητα γιατί, από πόνο, από καλά κρυμμένες ή μη ανασφάλειες και φόβους κι από μιαν ακατανίκητη επιθυμία να στείλεις το γνωστό «τι κάνεις». Βλέπεις είναι όλα τόσο ζωντανά εκείνη την ώρα, ακόμα κι ο πόνος, που μάλλον εθελοτυφλείς και θεωρείς ότι βλέποντας μιαν απάντησή του έρωτά σου όλα θα κατευνάσουν κι ας είναι προσωρινό κι ας ξέρεις ότι και να βρεθείτε όντως θα έρθει σύντομα η ίδια ακριβώς στιγμή όπως τη βιώνεις τώρα.

Δεν είναι όμως μόνο οι κακές μέρες όπου κάτι σε τσιγκλάει ν’ αναμοχλεύσεις αυτό σου το παρελθόν. Υπάρχουν κι αυτές οι μέρες που έχουν κυλήσει υπέροχα, είτε γιατί έχεις πετύχει κάτι σημαντικό για εσένα, είτε γιατί είχες κάποια πολύ καλή είδηση για τη δουλειά, για το σπίτι ή οτιδήποτε άλλο, ή γιατί απλώς βγήκες με την παρέα σου για ένα ποτό και πέρασες ανέλπιστα όμορφα, διώχνοντας τις έγνοιες και την κούρασή σου.

Και κάπου εκεί χωμένη ανάμεσα στη χαρά και στα γέλια σου βρίσκεται η σκέψη σου για το πόσο θα ήθελες να μοιραστείς τα καλά νέα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ξέρεις μιλάω γι’ αυτό το υπέροχο συναίσθημα της ανυπομονησίας και του ενθουσιασμού που σε κάνουν να τρέχεις να το ανακοινώσεις εκεί που νοιάζεσαι, εκεί που ξέρεις ότι θα λάβεις πίσω αληθινή χαρά και χαμόγελα. Μόνο που τυπικά δεν μπορείς να το κάνεις τώρα κι ας το θέλει κάθε κύτταρό σου. Θα μπεις στον πειρασμό χίλια τα εκατό και το αν θα το κάνεις ή όχι είναι άλλο θέμα. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον αρκείσαι στο να κοιτάξεις μια φωτογραφία του ατόμου αυτού και να του πεις έστω κι έτσι όλα όσα ευχόσουν να μπορούσες να του πεις από κοντά, φτάνοντας όμως να χάνεις μεγάλο κομμάτι του αρχικού σου ενθουσιασμού. Όχι γιατί έφυγε όντως κιόλας, αλλά γιατί έστω και στιγμιαία πόνεσες πολύ που δεν κατάφερες να το μοιραστείς μ’ εκείνο το ένα και μοναδικό πρόσωπο.

Να συνεχίσω και να πω και γι’ αυτά τα ρημάδια τα όνειρα; Ας συνεχίσω. Εκεί λοιπόν που νομίζεις ότι τα πας καλά, ότι έχεις κατευνάσει την εξάρτησή σου, ότι έχεις κάνει τέλοσπαντων κάποια βηματάκια μπροστά, ξυπνάς το πρωί και συνειδητοποιείς ότι είδες τον μπελά σου στον ύπνο σου. Δεν έχει σημασία αν είδες ότι ήσασταν αγκαλιά, ότι σε φιλούσε ή ότι τσακωνόσασταν, ούτε έχει σημασία αν όσα είδες είναι ανάμνηση ή ευσεβής πόθος. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ξαφνικά δεν έχεις καμία διάθεση να ξεκινήσεις τη μέρα σου, Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι, να επεξεργαστείς όσα είδες, να διαχειριστείς όλες τις μνήμες που ξύπνησαν και να κλείσεις τα μάτια σου με την ελπίδα ότι θα συνεχιστεί το όνειρο.

Είναι δεδομένο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα πιάσεις το κινητό και θ’ αρχίσεις να γράφεις μήνυμα, γεμάτο λαχτάρα, πόνο κι ένα γ@μημένο «γιατί» στο μυαλό σου. Αυτό που δεν είναι δεδομένο είναι το αν όντως θα το στείλεις ή αν στα μισά και με μισή καρδιά πατήσεις διαγραφή.

Βέβαια μικρή σημασία έχουν όλα τα παραπάνω, αφού η ουσία είναι ότι όσες διαγραφές μηνυμάτων κι αν έκανες, παρέλειψες σκόπιμα ή μη να κάνεις την πιο ουσιαστική διαγραφή, αυτήν της εξάρτησής σου από μέσα σου.

 

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό