Έχετε παρατηρήσει ότι οι σχέσεις είναι σαν τις τηλεφωνικές κλήσεις; Σηκώνουμε το τηλέφωνο, προκειμένου να καλέσουμε το άτομο με το οποίο θέλουμε να μιλήσουμε, χωρίς να γνωρίζουμε αν είναι διαθέσιμο ή κατειλημμένο, αν θ’ απαντήσει ή όχι, αλλά κι από τη στιγμή που θα το σηκώσει, δεν ξέρουμε κατά πόσο έχει όρεξη να μιλήσει ή δεν ψήνεται και πολύ, όπως επίσης αν η συνομιλία θα κυλήσει όπως επιθυμούμε ή κι αν θα διαρκέσει όσο ιδανικά θα θέλαμε.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον έρωτα, αν το καλοσκεφτούμε. Από τη μια πλευρά της συσκευής, είμαστε εμείς που θα κάνουμε την κλήση κι από την άλλη ο αποδέκτης του ερωτικού μας ενδιαφέροντος. Πιάνουμε λοιπόν το τηλέφωνο και καλούμε, διεκδικώντας τον έρωτά μας και μη γνωρίζοντας την κατάληξη. Αν βέβαια το εν λόγω άτομο είναι στον περίγυρό μας, κατά πάσα πιθανότητα ξέρουμε εάν είναι μόνο ή όχι και πάλι όμως δεν είμαστε σίγουροι αν η καρδιά του είναι διαθέσιμη ή κατειλημμένη από άλλη γραμμή.
Ποια είναι λοιπόν τα πιθανά σενάρια σε μια τέτοια κλήση-έρωτα; Το πρώτο και πιο απλό, είναι ο παραλήπτης να μην απαντήσει καν στο τηλέφωνο μας. Το πόσες φορές θα προσπαθήσουμε είναι καθαρά στο χέρι μας, αφού το να διεκδικήσουμε το πρόσωπο μία, δύο, τρεις, δέκα φορές χωρίς ανταπόκριση, κάποια στιγμή θα μάς κουράσει, θα το πάρουμε απόφαση και δε θα καλέσουμε ξανά.
Το επόμενο σενάριο, είναι ο συνδρομητής που καλέσαμε να είναι κατειλημμένος σε κάποιον άλλον έρωτα. Σ’ αυτή την περίπτωση δύο είναι οι πιθανές εκβάσεις. Η μία αφορά στο ν’ αποδεχτούμε ότι ο παραλήπτης μιλάει αλλού και να το κλείσουμε, πιθανόν προσπαθώντας αργότερα και με την προσδοκία ότι θα είναι διαθέσιμος. Η δεύτερη περίπτωση είναι ν’ αφήσουμε την κλήση μας να βαράει σαν δεύτερη γραμμή, γενόμενοι το τρίτο πρόσωπο, του οποίου πάντα-το πιο πιθανό-η κλήση θα βαράει στο background της κυρίως σχέσης.
Ας περάσουμε τώρα στο ευχάριστο σενάριο που ο συνδρομητής απαντάει στην κλήση μας κι άρα αποδέχεται το ερωτικό μας ενδιαφέρον. Πόσο όμως θα διαρκέσει η κλήση- έρωτας και κατά πόσο η συζήτηση-σχέση θα είναι ποιοτική; Η απάντηση κρίνεται από το αν ο παραλήπτης απλώς αποδέχεται το ενδιαφέρον μας ή αν ανταποκρίνεται εξ’ ίσου σ’ αυτό, από το πώς αμφότεροι θα χειριστούμε τη συγκεκριμένη αλληλεπίδραση, από το αν θα κρατήσουμε αμείωτο το ενδιαφέρον και αν θ’ αποφύγουμε τα σημεία χωρίς σήμα. Ίσως όμως έρθει στιγμή που κάποιος από τους δύο κουραστεί και το κλείσει, ή πάλι κανένας από τους δύο δεν παίρνει την ευθύνη, οδηγούμενοι στο γνωστό σπαστικό πινκ-πονκ «Εσύ κλείσε. Όχι, εσύ κλείσε», μένοντας έτσι σε μια ανούσια πλέον σχέση.
Υπάρχει όμως κι ένα τελευταίο σενάριο, το πιο ζόρικο απ’ όλα. Είναι αυτό, που ο παραλήπτης ναι μεν απαντάει στην κλήση μας, αλλά καλύτερα να μάς άφηνε ν’ ακούσουμε τον τηλεφωνητή, αφού για τους λόγους του, είτε δεν ψήνεται και πολύ είτε απλώς εκμεταλλεύεται τον χρόνο ομιλίας μας. Μάς μιλάει πάντα τόσο-όσο, μέχρι ασφαλώς να μάς βάλει ξαφνικά στην αναμονή του, κρατώντας τη γραμμή μας κατειλημμένη μεν, χωρίς ουσία δε. Όποτε θεωρεί ότι κουράστηκε, το δηλώνει, αλλά πάντα επιστρέφει καλώντας μας πίσω με μεγάλο πείσμα, μέχρι να το σηκώσουμε και να επαναληφθεί η ίδια κλήση ξανά και ξανά.
Όλοι είχαμε μια τέτοια κλήση-σχέση και σίγουρα, έστω κι εκ των υστέρων παραδεχόμαστε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις καλό είναι, όχι μόνο ν’ απενεργοποιείς τη συσκευή, αφού θα υποκύψεις και θα την ανοίξεις ξανά, αλλά και να καταστρέφεις την κάρτα sim ώστε ν’ αλλάξεις αναγκαστικά αριθμό. Βάζουμε λοιπόν φραγή στ’ αναποφάσιστα τηλέφωνα κι αποδεχόμαστε ότι είναι προτιμότερο να μη χτυπάει καθόλου το τηλέφωνο από το ν’ απασχολείται χωρίς λόγο. Εκτός κι αν πια γουστάρουμε και λίγο τις αναπάντητες, ή τις κλήσεις χωρίς σήμα και με παράσιτα. Εκεί πια, τα θέλει… το αυτί μας.
Άντε τα λέμε. Φιλιά.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου